Γράφει ο Αλέξανδρος Χουλιαράς
Η αθάνατη φυλή μας και η απέθαντη πίστη μας, εσχάτως βάλλονται και προσβάλλονται πανταχόθεν και βάναυσα. Εξ ευωνύμων μαίνεται η επιδρομή των αλλοφύλων βαρβάρων λαθρομεταναστών και εκ δεξιών θριαμβεύει η πετυχημένη καταδρομή του πεπολιτισμένου κορονοϊού.
Η εθνικιστική …τιλα και …ριλα όζει κρώζουσα: Στα όπλα ακρίτες! Το αιθέριο ιχώρ της φυλής μας θα μαγαρίσει από το μιαρόν σπέρμα και αίμα των μελαίνων υποσαχαρίων και υπομέλανων απωανατολιτών.
Η θρησκόληπτοι (…ρίλες και …τίλες) προσέρχονται στα μετερίζια της πίστης ως νέοι σταυροφόροι και προσεύχονται υπέρ της ορθής ημών Ορθοδοξίας, που απειλείται από τους άπιστους του Μουχαμέτη.
Άλλοι υπό του κράτος του βέρντιγκο της Εξουσίας, σε μια κρίση ανεκλάλητου ουμανισμού και πειθαρχούντες στο μοναδικό σχέδιο ανάπτυξης του τόπου, που επόνησαν, διακηρύττουν: «Σε κάθε πόλη αποικία λαθρομεταναστών και σε κάθε χωριό μπουλούκι υποσαχάριων».
Άλλοι παλαιορθόδοξοι της πολιτικής, δεν βρίσκουν κάτι στα τσιτάτα τους και ψελλίζουν: «ίκινι μίκινι κι έτσι κι αλλιώς κι αλλιώτικα».
Και άλλοι αγγελοκρουόμενοι του πολιτικού ρινγκ λένε: “αποθανέτω η ψυχή μου μετά των αλλοφύλων”.
Η κυβέρνηση υπό το κράτος των πολυεπίπεδων συμπληγάδων ακροβατεί.
Για την αναχαίτιση της καταδρομής του κορονοϊού, ο οποίος βρήκε ανοιχτή κεκρόπορτα και εισήλθε στο Βασίλειό μας αποφάσισε: Παντού όπου εμφανίζεται «κλειστές δομές» και όλοι πειθάρχησαν. Κλειστά σχολεία, Υπηρεσίες, καφέ σαντάν, καφέ αμάν, μασατζίδικα και μπουρδέλα. Καμένη γη στον κορονοϊό και να πάει: «στ΄ άγρια βουνά, στα μαύρα τα λαγκάδια, που δε λαλεί ο κόκκορας, κότα δεν κακαριέται, μικρού παιδιού κ΄λούρα δεν ψένεται…» (από ξόρκι του πατέρα μου).
Ενάντια στην επιδρομή των αλλόφυλων λαθρομεταναστών, οι οποίοι από τα ευάλωτα θαλάσσια σύνορά μας εισήλθαν στο Βασίλειό μας αποφάσισε: «κλειστές δομές» και όλοι απειθάρχησαν.
Ο κορονοϊός βρήκε το δάσκαλό του και τον εξορκιστή του και θα πάει: “στα άρατα και στα πύλατα” (πάλι από πατρικό ξόρκι), οι λαθρομετανάστες όμως λόγω του απίθανου αχταρμά των πολιτικών απόψεων, μένουν και θα παραμένουν ασύδοτοι.
Η Κυβέρνηση, σαν άλλος Γκιωνάκης, λέει στους καθολικώς εθνοορθόδοξους, στους διαμαρτυρόμενους ουμανιστές και στους λοιπούς χαλκοηχούντες και κυμβαλαλάζοντες: Κλειστές δομές δε θέτε, ανοιχτές δε θέτε, διασπορά στην ενδοχώρα δε θέτε, τι θέτε τέλος πάντων; Και στο τέλος τα ψιλοπαρατάει λέγοντας: “τι θέλω κι ανακατεύομαι;”