Γράφει ο Ηλίας Προβόπουλος*
"Από τον ύμνο σε έναν μοναδικό τόπο περνάμε στον θρήνο"
Η ιστορική Γρανίτσα Ευρυτανίας (Απεράντιος) ευτύχησε να έχουν σ’ αυτή τις ρίζες τους δυο μεγάλοι της ελληνικής λογοτεχνίας και της διανόησης, ο Στέφανος Γρανίτσας και ο Ζαχαρίας Παπαντωνίου την οποία και ύμνησαν, καθένας με τον τρόπο του και φυσικά και οι δυο άφησαν πολύτιμες παρακαταθήκες που για τον παραπαίοντα κόσμο μας, αποτελούν για πολλούς λόγους παρηγορία και οδηγός για αντιμετωπίζουμε τα κακά που μας απειλούν όλους…
Στα «Άγρια και τα ήμερα», ο Στέφανος Γρανίτσας ύμνησε τον τόπο του όπως κανείς άλλος. Στα βουνά της Γρανίτσας, στα δάση και στις ρεματιές που φέρνουν νερά από τον Καλόγηρο και την Λιάκουρα, άκουγε τη φωνή της πατρίδας∙ τη φωνή της φύσης που μεγαλώνει γενιές και ποτίζαν μνήμες. Ο Γρανίτσας συνομίλησε με τα στοιχεία του τόπου του, άκουσε την φωνή τους και μας μετέφερε εικόνες μιας εποχής όπου ο κοινός λόγος και αγώνας για την ευημερία της κοινότητας εκείνης της εποχής ήταν προϋπόθεση για την προκοπή, πράγμα που διατηρήθηκε μέχρι που φύσηξαν οι άνεμοι της παρακμής για την Γρανίτσα και όλη την ελληνική περιφέρεια.
Για δεκαετίες, αυτός ο τόπος έμεινε σχεδόν ανέγγιχτος, όπως τον άφησε ο συγγραφέας στις σελίδες του: πηγές που κελαρίζουν, νερά που τρέχουν ελεύθερα, ρέματα γεμάτα ζωή. Κι όμως, σήμερα, η ίδια πατρίδα που εκείνος τραγούδησε απειλείται με σιωπηλή ερήμωση. Τα νερά της —το αίμα και η ψυχή του τόπου— παραχωρούνται σε μια ιδιωτική εταιρεία για να εμφιαλώνονται και να φεύγουν μακριά ενώ πενιχρά και αμφίβολα είναι τα οφέλη που υπόσχονται στους ντόπιους.
Δεν είναι απλώς κλοπή ενός πόρου∙ είναι στέρηση ζωής για μια ολόκληρη περιοχή. Είναι η αποξήρανση ενός κοινού παρελθόντος, η διακοπή της συνέχειας και της προκοπής που έδεσε γενιές ανθρώπων με τις ίδιες πηγές. Αν χαθούν τα νερά, δεν θα χαθεί μόνο η δροσιά τους. Θα χαθεί η ίδια η φωνή που άκουσε ο Γρανίτσας. Και τότε, ο διάλογος με τη γη που κάνουν τα νερά του Πούντου από το σημείο που πηδάνε από τη γη μέχρι τον ρου του Αχελώου θα σβήσει και μαζί του η ζωή που έδιναν.
Το 1918, ο Ζαχαρίας Παπαντωνίου χάρισε στα ελληνικά σχολεία το αναγνωστικό «Τα Ψηλά Βουνά». Μέσα από τη φωνή μιας παρέας παιδιών, η φύση γινόταν το πρώτο βιβλίο: το κελάηδημα των πουλιών, το θρόισμα των δέντρων, η ψιθυριστή ροή του νερού στις πηγές. Στην καρδιά αυτού του κόσμου ήταν τα βουνά της πατρίδας του, τόπος των παιδικών του χρόνων, με τις πηγές της να τρέχουν κρυστάλλινο νερό και να ξεδιψούν περαστικούς και μόνιμους, ανθρώπους και ζώα, ήμερα και άγρια.
Στα «Ψηλά Βουνά», το νερό ήταν κοινόχρηστο αγαθό και σχολείο ζωής: τα παιδιά μάθαιναν να το σέβονται, να το προστατεύουν, να το μοιράζονται. Σήμερα, μετατρέπεται ανταλλάξιμο προϊόν, με φθηνή μάλιστα τιμή. Αν ο Παπαντωνίου ζούσε, ίσως να έγραφε ένα νέο κεφάλαιο – όχι για το πώς τα παιδιά στήνουν ένα σχολείο στο δάσος, αλλά για το πώς υπερασπίζονται μια πηγή από την περίφραξη και τον ιδιωτικό έλεγχο τον οποίο μάλιστα ενέκριναν με πλειοψηφία οι συγχωριανοί τους για αμφίβολα κέρδη.
Γιατί, όπως θα μας θύμιζε, «το νερό των βουνών δεν είναι εμπόρευμα – είναι η μνήμη και η ψυχή του τόπου». Και αν πουλήσουμε αυτά, θα χάσουμε κάτι πολύ μεγαλύτερο από λίγα κυβικά μέτρα κρυστάλλινου νερού: θα χάσουμε το δικαίωμα να λέμε πως είμαστε ακόμη κομμάτι αυτού του τόπου.
Η πώληση των νερών της Γρανίτσας σε ιδιώτες είναι ένα θέμα που δεν αφορά μόνο αυτή την περιοχή αλλά όλους μας γιατί αποτελεί συνέχεια πολλών τέτοιων ενεργειών. Στην περίπτωση, διάφορες εταιρείες με τις ευλογίες της Πολιτείας και της Τοπικής Αυτοδιοίκησης σφίγγουν τον κλοιό γύρω από την Νότια Πίνδο και κυρίως στα Άγραφα, ανατολικά και δυτικά με στόχο να μην αφήσουν σταγόνα νερό που να μην περνάει από το ταμείο τους και πρέπει να αντιδράσουμε όλοι και με κάθε τρόπο.
ΥΓ. Στη φωτογραφία δεν είναι ο Πούντος της Γρανίτσας αλλά κάποια άλλα νερά στην νότια Πίνδο. Δεν λέω που γιατί θα τα βάλουν (αν δεν τα έβαλαν) κι αυτά στο στόχο…
*Ο Ηλίας Γ. Προβόπουλος γεννήθηκε και μεγάλωσε στη Μεγάλη Κάψη της Δυτικής Φθιώτιδας. Έγινε δημοσιογράφος και εργάστηκε επί πολλά χρόνια και αποκλειστικά στις εφημερίδες, κυρίως στην «Ελευθεροτυπία» από τις στήλες της οποίας οργάνωσε και προέβαλλε μια ειδική αρθρογραφία με τον τίτλο «Μικρές Πατρίδες» για την ελληνική περιφέρεια και τους ανθρώπους της καθώς και για την Αθήνα, τα τελευταία χρόνια.