Γράφει η Χαρά-Χαρίκλεια Βλαχάκη
--Καταμεσής του χωραφιού, στέκεται κι αγναντεύει,
ισχνή φιγούρα ανθρώπινη σαν κάτι να γυρεύει...
--Σηκώνει τους γιακάδες του να μην τον φάει τ΄αγιάζι,
μονολογεί δακρύζοντας και βαριαναστενάζει.
--Το ροζιασμένο χέρι του, κρύβει το πρόσωπό του
και με φωνή τρεμάμενη, λέει το παράπονό του...
--Αχ χερσοχωραφάκι μου το πόσο συγκινούμαι,
οι θύμησες με πνίξανε και ήρθα να τα πούμε.
--Τέτοια εποχή καμάρωνα που σ΄είχα οργωμένο
και το σταράκι πού 'σπερνα ήτανε φυτρωμένο...
--Μπροστά τραβούσε ο Ντορής, ξωπίσω του τ΄αλέτρι
κι εγώ το σπόρο έσπερνα για της χρονιάς τ΄αλεύρι.
--Χόρτασες την φαμίλια μου, ας είσαι ευλογημένο,
χαλάλι ο ιδρώτας μου που σ΄έχω ποτισμένο...
--Ψόφησε τώρα ο Ντορής, μακριά είν' τα παιδιά μου,
ανήμποροι απομείναμε εγώ και η γριά μου.
--Γι αυτό και σ΄εγκατέλειψα, κουράγιο πια δεν έχω,
ούτε να έρθω να σε δω τώρα πια δεν αντέχω...
--Έφτασε πλέον η στιγμή να σ' αποχαιρετήσω,
για όσα μου προσέφερες να σε ευχαριστήσω...
Φώτο-Μάνος Γαμπιεράκης]