Γράφει ο Σπύρος Παπασπύρος
Στην αρχή της εκλογής της κυβέρνησης η ελπίδα ήταν στην τόλμη του νέου και της διαπραγμάτευσης. Οι ικανότητες. διακυβέρνησης “υποτιμήθηκαν”, δεδομένου ότι οι πολίτες κουράστηκαν από τον “καριερισμό” και την ασυνέπεια προεκλογικών λόγων (βλ. Ζάππεια) και μετεκλογικών πράξεων των προηγούμενων. Άλλωστε ο τακτικισμός των μεν και των δε παγίδευσε τους πιο “πονηρούς”.
Έτσι ΝΔ και ΠΑΣΟΚ κλπ, που ψήφισαν το μνημόνιο χωρίς να προωθήσουν μια κυβέρνηση “οικουμενική” τετραετίας, για την εφαρμογή υπολόγισαν ότι θα χρεωθεί μόνο ο ΣΥΡΙΖΑ τα μνημονιακά δεινά. Δεν διέβλεψαν όμως ότι του έδιναν και πλεονέκτημα δηλαδή πρώτον, πολιτικό χρόνο για πλήρη εφαρμογή του προγράμματος και δεύτερον, ότι δύσκολα θα μπορούσαν να ανασυγκροτήσουν εναλλακτική. Τώρα προσπαθούν να βγάλουν καθαρό, πόσιμο νερό από το βούρκο. Πιστεύουν ότι ατο δίπτυχο “τέλος” στα μνημόνια και “κάθαρση” στήθηκε το εκλογικό σκηνικό από την κυβέρνηση και επομένως με την “υπερφορολόγηση” και την “σκευωρία” εξουδετερώνονται και τα δύο. Έχω την αίσθηση ότι πάλι η αντιπολιτευτική στρατηγική ίσως αποτελέσει σωσσίβιο για την κυβέρνηση, και εκλογικά, αφού: πρώτον γνωρίζει η ίδια ότι το δίπτυχο δεν αρκεί -και ειδικά τα σκάνδάλα συγκυριακά ίσως διευκολύνουν- δεύτερον επειδή στον τακτικισμό έχει επιδείξει καλύτερες επιδόσεις, μάλλον με άλλη κύρια ατζέντα σκοπεύει τις εκλογές.
Ανεξάρτητα από τα ποσοστά του κάθε κόμματος στις επόμενες εκλογές αυτό το πολιτικό σύστημα παίζει τα ρέστα του και η μέν κυβέρνηση μπορεί να κινείται με υψηλό ρίσκο: κορώνα-γράμματα: ή στον αφρό ή στον βυθό αλλά και η γραμμή της αντιπολίτευσης έχει σαπίσει ως υπερώριμο φρούτο.
Σε ένα ευρωπαϊκό τοπίο όπου ο φόβος για την παγκοσμιοποίηση καθιστά πιο συμπαθή τον Πούτιν, συγκριτικά με τον Τράμπ, διαμορφώνονται στο κοινωνικό υπέδαφος τάσεις και ερωτήματα για τις διατλαντικές σχέσεις. Το “περίεργο” παίγνιο στην Ανατολική Μεσόγειο και Μέση Ανατολή για επαναδιευθετήσεις, κρίνει και την τύχη των εθνικών μας θεμάτων και οι χειρισμοί, όπως και η κριτική, δεν προσφέρονται για μικροκομματικές μίξεις. Κι αν η εθνική συνεννόηση δεν είναι εύκολη σε κλίμα πόλωσης, η ηπιότητα είναι επιβεβλημένη.
Σε μια χώρα και κοινωνία με τόσα μέτωπα και σε έναν παγκοσμιοποιημένο πολιτισμό, οι νέοι μας αμφισβητούν σε υψηλά ποσοστά όλους τους θεσμούς. Μιλούν αλλά δεν ακούγονται. Πρόκειται για χάσμα και σύγκρουση γενεών; Θα ‘λεγα όχι από την οπτική ότι το πρόβλημα είναι στην εσωστρέφεια των γενεών και την προσπάθεια καθεμιάς να αναπαραχθεί. Κάτι βέβαια που συμπιέζει τις νεότερες και πιθανά να αφανίζει κάποιες από το δημόσιο βίο, τους ρόλους και το γίγνεσθαι.
Εδώ είναι ίσως και το κλειδί για την ρήξη με ότι παλιό αυτοεγκλωβίζεται στο φθαρμένο, παρακμιακό. Πολλοί αναζητούν χαρισματικούς ηγέτες παραβλέποντας ότι οι μεγάλες κρίσεις, οι λανθασμένοι υπολογισμοί, τα αδιέξοδα οφείλονται στις αποφάσεις των υποτιθέμενων χαρισματικών προσωπικοτήτων της τελευταίας εικοσαετίας.Η διέξοδος είναι η εξωστρέφεια και ιδιαίτερα επείγει πρωτοβουλία ανθρώπων απο το χώρο της διανόησης, της πολιτικής, της παραγωγής, της κοινωνίας, των “κρατούντων γενεών” υπέρ ενός κινήματος για την νέα γενιά σκέψης, νοοτροπίας και ηλικίας, γιατί το στοίχημα είναι το μέλλον. Μπορεί οι ρυθμοί στα ξεκαθαρίσματα να είναι φρενήρεις αλλά προκαλούν και τα ερεθίσματα για αλλαγή. Όλο και περισσότερο συνειδητοποιείται η ανάγκη συνάντησης όλων των γενεών υπερ του νέου και πρωτίστως για το αύριο της χώρας. Ένα τέτοιο κίνημα είναι το πολύπτυχο της πρόκλησης τόσο για τις εκλογές, κυρίως δε για την μεθεπόμενη και όχι την επόμενη αυτών!