Γράφει ο Γιώργος Αθανασιάς
Αθήνα… Πλατεία Αττικής… Τετάρτη πρωί… Ώρα ένδεκα… ένδεκα κα μισή…
Ο κάδος των σκουπιδιών ανοιχτός…
Μπροστά του ένας ασπρομάλλης κύριος, κάτι περισσότερο από ογδόντα χρονών, στράγγιζε ένα στραγγισμένο τενεκεδένιο δοχείο λαδιού. Τα χέρια του έτρεμαν, τα πόδια του ήταν ανήμπορα να τον κρατήσουν ορθό, όμως αυτός επέμενε. Το στράγγιζε μέσα σ’ ένα ποτηράκι πλαστικό.
Εγώ τον κοίταξα –του την έκανα τη χάρη αυτή –κι έπειτα… έπειτα έφυγα βιαστικά. Και γιατί να καθίσω; Σάμπως μου ήταν γνωστός; Έπειτα… έπειτα εγώ βιαζόμουνα… Έπρεπε να χαζέψω στις βιτρίνες, να χαρώ τα λαμπιόνια, να ψωνίσω κιόλας, γιατί πρέπει να γιορτάσω μεγαλόπρεπα τα Χριστούγεννα.
Αθήνα… Ανάμεσα Αττική και Βικτώρια… Τετάρτη μεσημέρι… Ώρα δώδεκα παρά λίγα λεπτά… Τρίτο βαγόνι του ηλεκτρικού… «Από το υστέρημά σας θέλω να μου δώσετε κάτι…! Δεν έχω ούτε να φάω, ούτε να πιω…! Και στέγη δεν έχω για να κοιμηθώ…! Λυπηθείτε με, άνθρωπος είμαι κι εγώ…!», φώναζε, ζητιανεύοντας, ένα ανθρώπινο ερείπιο… παρακαλούσε ένα κατάντημα της ζωής νεανικό. Όμως εγώ καμώθηκα, πως δεν άκουσα, γιατί… γιατί δεν ήταν δικό μου παιδί. Έπειτα… έπειτα, είπαμε, βιαζόμουνα. Έπρεπε να προφτάσω τα ψώνια, να χαζέψω στις βιτρίνες, να χαρώ και τα λαμπιόνια. Βλέπετε, έπρεπε να ετοιμαστώ για του Χριστού τη γέννηση και για των γιορτών τον ερχομό.
Αθήνα… Λίγο πριν το ξενοδοχείο «ΤΙΤΑΝΙΑ»… Βραδάκι… Ώρα έξι… έξι και μισή…
Ο κάδος των σκουπιδιών ανοιχτός…
Μια ρακένδυτη, αλλά όμορφη και συμπαθητική κυρία, ήταν δεν ήταν τριάντα πέντε χρονών, έψαχνε μες στα πεταμένα σκουπίδια, λες και γύρευε να ’βρει, πριν δύσει ο αποσπερίτης, πετράδια πολύτιμα και χρυσάφια ατόφια. Όμως δεν γύρευε πετράδια κι ούτε έψαχνε για χρυσάφι. Κάποια ψίχουλα γύρευε ή ένα κομμάτι μουχλιασμένου ψωμιού. Να ταΐσει την κόρη της ήθελε, που έλιωνε στο κλάμα, ζητώντας επίμονα φαγητό. Όμως, εγώ κοίταξα με συμπάθια το «ελαφάκι», που άλλαζε χρώματα στην βιτρίνα απέναντι, και προσπέρασα. Δεν έδωσα σημασία. Και για ποιο λόγο να έδινα σημασία, αφού ούτε η γυναίκα μου ήταν, ούτε έκλαιγε από την πείνα το δικό μου παιδί; Έπειτα… έπειτα, ήθελα να προφτάσω. Έπρεπε να ετοιμαστώ. Σε λίγες μέρες, περιμένω το Θεό της αγάπης να έρθει και της μακρινής Βηθλεέμ τον νεογέννητο Χριστό.
Καλή σας μέρα και καλή εβδομάδα… Εβδομάδα γεμάτη προετοιμασίες, αλλά και ευαισθησία…
Ευαισθησία απέναντι στους ανθρώπους, που έχουν την ανάγκη μας, γιατί τους φέρθηκε σκληρά η ζωή και που δεν τους «έσωσαν» ακόμα της Πατρίδας μας οι «ΣΩΤΗΡΕΣ»…