Με μακρά διαδρομή στα μονοπάτια της λογοτεχνίας ο Γιώργος Αθανασιάς παρουσίασε το πέμπτο βιβλίο του , το μυθιστόρημα με τίτλο "Μια ζωή κι ένα ποτήρι" που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Λυκόφως.

Σε μια κατάμεστη αίθουσα στο Δημοτικό Θέατρο Καλλιθέας ο συγγραφέας μας μίλησε για το βιβλίο του τονίζοντας...

 "Στο σπίτι του Μελέτη, αν και βασίλευε η φτώχεια και η ανέχεια, όλα κυλούσαν ομαλά ως το μεσημέρι, αρχές του Σεπτέμβρη ήταν, που εμφανίστηκε παράωρα ο παππούλης. Ο παππούλης ήρθε κι έφερε το κακό χαμπέρι. Ήταν μια είδηση αναπάντεχη… ήταν ένα πρωτάκουστο μαντάτο, που, αν κι ήταν μεσημέρι, σκέπασε το σπίτι με συννεφιά, με πόνο, με οδύνες και με σκοτεινιά. Το σκέπασε με μια σκοτεινιά, που, αν και πέρασαν τα χρόνια, του Μελέτη η καρδιά, η ψυχή του, το είναι του ολάκερο δεν κατόρθωσε να βγει –και δεν βγήκε –μέσα από το μαύρο της το πέπλο. Συνέχεια ήλιος σκοτεινός τον φώτιζε κι αφέγγαρο φεγγάρι του έδειχνε το δρόμο.

Ο Μελέτης, στης ζωής του το διάβα, συνάντησε όλες τις όψεις της ζωής. Άλλες τον πίκραναν, άλλες τον χόλιασαν, άλλες τον χλεύασαν,  άλλες τον απογοήτευσαν, άλλες του έδωσαν δύναμη, άλλες τον αγκάλιασαν σφιχτά, άλλες τον φόρτωσαν αγάπη, άλλες του έδωσαν χαρά, άλλες τον φόρτωσαν προβληματισμό και άλλες επιθυμία, ίσως και εμμονή, για να γυρίσει τον χρόνο πίσω. 

 Στης ζωής του τα αναρίθμητα σκαλοπάτια συνάντησε ανθρώπους, που του πρόσφεραν απλόχερα την αγάπη τους. Συνάντησε και ανθρώπους, που τον γέμισαν σοφία και μεστότητα, τον απόλυτο έρωτα και την παθιασμένη, αλλά αληθινή… αληθινότατη αγάπη. Συνάντησε και ανθρώπους, που πρότασσαν διαρκώς τον παραλογισμό, την ιδιοτέλεια, το συμφέρον και την απληστία".

Η βιογραφία του συγγραφέα

Ο Γιώργος Στ. Αθανασιάς γεννήθηκε στον μικρό και απόμερο συνοικισμό της Μουτσιάρας Ραπτοπούλου Ευρυτανίας, το 1952. Εκεί τράνεψε, εκεί έκανε όνειρα, εκεί άπλωσε και τα φτερά του. Οι γονείς του λίγο αγρότες, λίγο κτηνοτρόφοι, λίγο εργάτες και η πατρική του οικογένεια πολυμελής. Εργάστηκε ως εκπαιδευτικός σε σχολεία της Τεχνικής-Επαγγελματικής Εκπαίδευσης στο Καρπενήσι, στο Ραπτόπουλο και στην Δυτική Φραγκίστα.

Υπηρέτησε, για αρκετά χρόνια, στην Διεύθυνση Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης Νομού Ευρυτανίας, ως στέλεχος της Τεχνικής-Επαγγελματικής Εκπαίδευσης. Διετέλεσε νομαρχιακός σύμβουλος του Νομού Ευρυτανίας και διοικητής του Θεραπευτηρίου Χρόνιων Παθήσεων Ευρυτανίας.

Η εικόνα ίσως περιέχει: 4 άτομα, άτομα στέκονται

Κατηγορία Επιστήμη
Σάββατο, 28 Ιουλίου 2018 18:11

Ντροπή… Ντροπή… Ντροπή…

Γράφει ο Γιώργος Αθανασιάς

Ντροπή στους σύγχρονες Νέρωνες, στους ανελέητους πυρομανείς, όποιοι κι αν είναι, απ’ όπου κι αν προέρχονται, όπου κι αν στόχευαν, όπου κι αν βρίσκονται…

Ντροπή στην ξεδοντιασμένη, στην απαρχαιωμένη, στην σκουριασμένη, στην κολλημένη, στην σαραβαλιασμένη κρατική μηχανή… 

Ντροπή στους αδέξιους, στους ημιμαθής, στους επικινδύνους χειριστές της…

Ντροπή στους ανεύθυνους, που υποδύονται τους υπεύθυνους…

Ντροπή στους ασυντόνιστους συντονιστές… 

Ντροπή σε όλους εκείνους, που ετούτος ο λαός τους ανέθεσε ρόλο πρωταγωνιστικό, ενώ δεν τους ταιριάζει ούτε ο ρόλος του συμπαθητικού κομπάρσου… 

Ντροπή σε όλους όσοι θα ’πρεπε να αισχύνονται για τα λάθη τους και από την ανεπάρκειά τους και δεν το κάνουν…

Ντροπή σε όλους όσοι κατέχουν ηγετικές θέσεις και καταθέτουν, εντελώς ανερυθρίαστα, απλά και μόνο την «οδύνη» τους, την «βαθιά» τους λύπη και τα «θερμά» τους «συλλυπητήρια»… 

Ντροπή σ’ έμενα τον «ψεκασμένο», αλλά «ενεργό» πολίτη, που έχω εναποθέσει της «σωτηρίας» μου τις ελπίδες στους κατ’ επάγγελμα «σωτήρες»…

Ντροπή σ’ έμενα τον «ψεκασμένο», αλλά «ενεργό» πολίτη, που δεν λαμβάνω ιδία βουλήσει, έστω τα στοιχειώδη, μέτρα για την προστασία της περιουσίας μου, αλλά και της ίδιας της ζωής μου… 

Ντροπή σ’ εμένα τον απαθέστατο… τον ανάλγητο τηλεθεατή, που παρακολουθούσα -και δυστυχώς εξακολουθώ να παρακολουθώ- τα φρικτά τεκταινόμενα, λες κι έβλεπα –και συνεχίζω να βλέπω- κινηματογραφική ταινία… 

Ντροπή… Ντροπή… Ντροπή…

Εύγε… Εύγε… Εύγε…

Εύγε στους πυροσβέστες, στους δασοπυροσβέστες, στους χειριστές των πυροσβεστικών οχημάτων, των αεροπλάνων και των ελικοπτέρων, καθώς και σε όλους τους θεσμικούς παράγοντες, που έκαναν ό,τι μπορούσαν, για να μετριάσουν την συμφορά… 

Εύγε σε όλους τους εθελοντές, που έκαναν το πρόβλημα των συνανθρώπων τους πρόβλημά τους και που προσέγγισαν τη ζωή όλων όσοι πάλευαν άνισα με τον θάνατο, λες κι ήταν η δική τους ζωή… 

Μπράβο τους…

Κατηγορία Αρθρογραφία
Δευτέρα, 18 Δεκεμβρίου 2017 11:37

Αθήνα…Ο κάδος των σκουπιδιών ανοιχτός…

Γράφει ο Γιώργος Αθανασιάς

Αθήνα… Πλατεία Αττικής… Τετάρτη πρωί… Ώρα ένδεκα… ένδεκα κα μισή… 

Ο κάδος των σκουπιδιών ανοιχτός… 

Μπροστά του ένας ασπρομάλλης κύριος, κάτι περισσότερο από ογδόντα χρονών, στράγγιζε ένα στραγγισμένο τενεκεδένιο δοχείο λαδιού. Τα χέρια του έτρεμαν, τα πόδια του ήταν ανήμπορα να τον κρατήσουν ορθό, όμως αυτός επέμενε. Το στράγγιζε μέσα σ’ ένα ποτηράκι πλαστικό. 

Εγώ τον κοίταξα –του την έκανα τη χάρη αυτή –κι έπειτα… έπειτα έφυγα βιαστικά. Και γιατί να καθίσω; Σάμπως μου ήταν γνωστός; Έπειτα… έπειτα εγώ βιαζόμουνα… Έπρεπε να χαζέψω στις βιτρίνες, να χαρώ τα λαμπιόνια, να ψωνίσω κιόλας, γιατί πρέπει να γιορτάσω μεγαλόπρεπα τα Χριστούγεννα.

Αθήνα… Ανάμεσα Αττική και Βικτώρια… Τετάρτη μεσημέρι… Ώρα δώδεκα παρά λίγα λεπτά… Τρίτο βαγόνι του ηλεκτρικού… «Από το υστέρημά σας θέλω να μου δώσετε κάτι…! Δεν έχω ούτε να φάω, ούτε να πιω…! Και στέγη δεν έχω για να κοιμηθώ…! Λυπηθείτε με, άνθρωπος είμαι κι εγώ…!», φώναζε, ζητιανεύοντας, ένα ανθρώπινο ερείπιο… παρακαλούσε ένα κατάντημα της ζωής νεανικό. Όμως εγώ καμώθηκα, πως δεν άκουσα, γιατί… γιατί δεν ήταν δικό μου παιδί. Έπειτα… έπειτα, είπαμε, βιαζόμουνα. Έπρεπε να προφτάσω τα ψώνια, να χαζέψω στις βιτρίνες, να χαρώ και τα λαμπιόνια. Βλέπετε, έπρεπε να ετοιμαστώ για του Χριστού τη γέννηση και για των γιορτών τον ερχομό.

Αθήνα… Λίγο πριν το ξενοδοχείο «ΤΙΤΑΝΙΑ»… Βραδάκι… Ώρα έξι… έξι και μισή…

Ο κάδος των σκουπιδιών ανοιχτός… 

Μια ρακένδυτη, αλλά όμορφη και συμπαθητική κυρία, ήταν δεν ήταν τριάντα πέντε χρονών, έψαχνε μες στα πεταμένα σκουπίδια, λες και γύρευε να ’βρει, πριν δύσει ο αποσπερίτης, πετράδια πολύτιμα και χρυσάφια ατόφια. Όμως δεν γύρευε πετράδια κι ούτε έψαχνε για χρυσάφι. Κάποια ψίχουλα γύρευε ή ένα κομμάτι μουχλιασμένου ψωμιού. Να ταΐσει την κόρη της ήθελε, που έλιωνε στο κλάμα, ζητώντας επίμονα φαγητό. Όμως, εγώ κοίταξα με συμπάθια το «ελαφάκι», που άλλαζε χρώματα στην βιτρίνα απέναντι, και προσπέρασα. Δεν έδωσα σημασία. Και για ποιο λόγο να έδινα σημασία, αφού ούτε η γυναίκα μου ήταν, ούτε έκλαιγε από την πείνα το δικό μου παιδί; Έπειτα… έπειτα, ήθελα να προφτάσω. Έπρεπε να ετοιμαστώ. Σε λίγες μέρες, περιμένω το Θεό της αγάπης να έρθει και της μακρινής Βηθλεέμ τον νεογέννητο Χριστό.

Καλή σας μέρα και καλή εβδομάδα… Εβδομάδα γεμάτη προετοιμασίες, αλλά και ευαισθησία… 

Ευαισθησία απέναντι στους ανθρώπους, που έχουν την ανάγκη μας, γιατί τους φέρθηκε σκληρά η ζωή και που δεν τους «έσωσαν» ακόμα της Πατρίδας μας οι «ΣΩΤΗΡΕΣ»…

 

Κατηγορία Αρθρογραφία
Δευτέρα, 10 Απριλίου 2017 11:10

Εκείνος ο Απρίλης..

Γράφει ο Γιώργος Αθανασιάς

Ο Απρίλης… εκείνος ο Απρίλης, όπως κάθε Απρίλης, ήταν γεμάτος δροσιές, απογευματινές βροχές, λουλούδια και γήινες μυρωδιές.Τα πουλιά, άλλα πετούσαν στα ψηλά, άλλα κλωσούσαν, άλλα έπαιζαν με την άνοιξη και άλλα υμνούσαν, κελαηδώντας, τον κεραυνό του έρωτα και το μεγαλείο της αγάπης.Τα κοπάδια, τα μικρά και τα μεγάλα, έβαλαν με νου τους τα ψηλώματα και τα ξεκαλοκαιριά κι εμείς, μιας κι απ’ του Λαζάρου είχαμε διακοπές, τρέχαμε από κοντά. Τα προσέχαμε μην τύχει και μας φύγουν και πάνε στα βουνά. Η γη, οργωμένη καθώς ήταν, μοσχοβόλαγε σκαμμένο χώμα και ελπίδα… ελπίδα για ένα ακέριο κομμάτι μπομποτίσιο ψωμί. 

Η καμπάνα καλούσε τους πιστούς στην εκκλησιά κι έτρεχαν… έτρεχαν οι Χριστιανοί και οι «Χριστιανοί», για να συμπαρασταθούν στον Ιησού Χριστό, που οι άνθρωποι, εκείνα τα χρόνια, δεν τον πίστεψαν για Θεό και τον ανέβασαν για εκδίκηση στο Σταυρό.Βλέπετε, με το κατεστημένο της εποχής του τα ’βαλε κι αυτός, γι’ αυτό καταδικάστηκε σε θάνατο σταυρικό κι ας ήταν του Θεού ο ένας και μοναδικός Υιός. Απάνω στο τέμπλο έκλαιγε την προδοσία, την σύλληψη και την Σταύρωση του παιδιού της η εικόνα της μητέρας Παναγιάς και μαζί της έκλαιγαν κι όλες οι μανάδες του χωριού, που ’χαν χάσει ή που ’χαν ταξιδέψει μακριά κι αλάργα τους παιδιά. 

Τα βράδια ζωντάνευαν οι στράτες, γιατί κινούσαν οι μαχαλάδες, οι γειτονιές και οι εξοχές να πάν’ στις «παραστάσεις» και στην εκκλησιά. Όμως, εμείς οι εξοχίτες, πηγαίναμε με την ψυχή στο στόμα, για να προφθάσουμε, γιατί και δουλειές είχαμε και μακριά ήμασταν. Η γιαγιά η Σάββα απελπίστηκε και στο τέλος της «παράστασης» πήγε, έπιασε τον παπά και του ’πε: «Μην τ’ βαράς γλήγορα, παππούλ’, για να προυπάου κι γω...!». 

Την καμπάνα εννοούσε η καημένη, όμως τι το ’θελε; Πήγε το πείραγμα και η κοροϊδία σύννεφο. Ακόμα το θυμόμαστε κι όταν την συναντάμε την πειράζουμε. Όπως κάθε χρόνο, έτσι κι εκείνη τη Μεγάλη Πέμπτη, ήρθε ο έμπορος και πήρε τα αρνιά μας, αλλά και τα λίγα κατσίκια, που ’χαμε. Τα δικά μας τ’ αρνιά τα ’παιρνε πάντοτε ο «Τσι(ω)νιάς». Καθώς λένε, για την εποχή του, ήταν ο πιο έντιμος έμπορος.Εμείς στο σπίτι μας της Λαμπρής τ’ αρνί το ’χαμε «ονοματισμένο» από νωρίς. Θυμάμαι, ότι μια χρονιά η μάνα το άλλαξε την τελευταία στιγμή. Ανάγκη από λεφτά είχαμε, «ας ψήσουμε και μικρότερο», σκέφτηκε. Όμως το «ονοματισμένο» έπεσε και ψόφησε προτού το πάρει ο έμπορος και η μάνα έβαλε το κεφάλι της να το χάσει, γιατί δεν ήθελε να εκτεθεί στον έμπορο. «Καλά να πάθω…! Μου το ’δωσε το θάμα ο Θεός», έλεγε και τα μάτια της πήγαιναν σούδα απ’ το κλάμα. 

Την Σταυρωμένη Παρασκευή το βράδυ, όπως ήταν γεμάτη η εκκλησιά με τον Ιησού «νεκρό» απάνω στον ολοστόλιστο με άνθη και με πρασινάδες επιτάφιο, μπήκαν στην εκκλησιά δυο μεθυσμένοι. Ονόματα δεν λέμε, αλλά… Μπήκαν, πήραν κεριά –δυο δίμετρες λαμπάδες πήραν –και πήγαν παραπατώντας να τις ανάψουν. Πήγαιναν εδώ θα πέσουν, εκεί θα πέσουν, αλλά δεν έπεσαν. Παρά την τύφλα τους, σαν είδαν τον εσταυρωμένο Ιησού να κείτεται «νεκρός», «Θεός σ’χωρέσ’ τον», φώναξαν με μια φωνή και μ’ ένα στόμα, λες κι ήταν κουρδισμένοι. Όπως αντιλαμβάνεται κανείς, η εκκλησία, παρά το πένθιμο της ημέρας, σείστηκε από τα γέλια. 

Στον Όρθρο της Ανάστασης, επάνω στο «Δεύτε λάβετε φως…», επικράτησε αναρχία. Όλοι έπεσαν απάνω στο τρικέρι του παπά και του το ’σβησαν δυο φορές. Ο παπάς απελπισμένος και νευριασμένος, σχεδόν έξω φρενών, γύρισε κι είπε με στεντόρεια φωνή στο εκκλησίασμα: «Χριστιανοί, ακούστι να σας που…! Ή θα κάμιτι σαν ανθρώπ’ ή δεν τ’ βγάνου ντιπ απόψι…!». Το τι έγινε και πού τα πήγαν του παπά τα λόγια οι χωριανοί, το καταλαβαίνετε. 

Καλή σας μέρα, καλή Μεγάλη Εβδομάδα και καλή ΑΝΑΣΤΑΣΗ…

Κατηγορία Αρθρογραφία

Γράφει ο Γιώργος Αθανασιάς

Ημέρα αφιερωμένη στην γεννήτρα της ζωής η σημερινή. «Παγκόσμια ημέρα της γυναίκας» την ονόμασαν.

Ε, και; 

Μπορεί… έχει την δύναμη… είναι αρκετή μία (01) ημέρα από τις τριακόσιες εξήντα πέντε (365) μέρες του χρόνου να αποδώσει στη γυναίκα την αξία και την υπόληψη, που της πρέπει και την κοινωνική θέση, που της ταιριάζει; 

Είναι δυνατόν να της δώσει το ύψος και την δυνατότητα να κοιτάξει την ανδροκρατούμενη κοινωνία ίσια στα μάτια; 

Είναι δυνατόν, αυτή η «γιορτινή» μέρα, να την βγάλει από τα πορνεία και από τα καταγώγια της πληρωμένης ηδονής και να την απελευθερώσει από την εκμετάλλευση; 

Είναι δυνατόν να την φτάσει στον αστερισμό της ίσης μεταχείρισης και της αυτής αντιμετώπισης διώχνοντας από πάνω της τον άδικο… τον ανελέητο κοινωνικό ρατσισμό, που την χαρακτηρίζει, με την πρώτη ευκαιρία και κατά το δοκούν, «πουτάνα»; 

Είναι δυνατόν με μία «γιορτινή» μέρα να της αναγνωριστεί το μεγαλείο… η δυνατότητα… η αποστολή της διαιώνισης του ανθρώπινου είδους και να απαλειφθεί από πάνω της η ευτελής… η αδόκιμη άποψη, που την θέλει να είναι «σκεύος ηδονής»; 

Είναι δυνατόν να την προστατεύσει από την καταδίκη σε «ακρωτηριασμό», για να μην γεύεται την ηδονή, αλλά να προσφέρει αδιαμαρτύρητα και χωρίς σταματημό την ηδονή; 

Είναι δυνατόν να πεταχτεί από πάνω της η μπούρκα και η υποχρέωση να υπακούει τυφλά και να υπηρετεί αδιαμαρτύρητα, σαν άβουλο ον, τον άντρα «αφέντη»; 

Είναι δυνατόν, αυτή η μοναδική γι’ αυτήν μέρα, να την τοποθετήσει στον μέσον του κήπου της ευοσμίας και της χαρμονής ως τον πλέον ευωδιαστό λουλούδι της γης; 

Αλήθεια, είναι δυνατόν; 

Γυναίκες –μητέρες, αγαπητικιές, ερωμένες, θυγατέρες και αδερφές –μακάρι να ’ρθει κάποτε ένας καιρός, που θα γιορτάζετε όλες τις μέρες του χρόνου, γιατί είσαστε η γιορτή, η ευοσμία και η χαρά της ζωής, όμως για την ώρα, χαρείτε ετούτη τη μέρα, που, κατ’ εμένα, αποτελεί την πιο μίζερη… την πιο καρμίρικη αναγνώριση της αξίας σας, της προσφοράς σας, των δυνατοτήτων σας, της αποστολής σας και του κοινωνικού σας ρόλου. 

Χρόνια σας Πολλά…

Κατηγορία Αρθρογραφία

Την Τρίτη 20 Δεκεμβρίου και ώρα 19.00, στην Αθήνα ,θα παρουσιαστεί το βιβλίο του Ευρυτάνα Γιώργου Στ. Αθανασιά με τίτλο «Τα Χριστούγεννα της Λαμπρινής και άλλα διηγήματα».Η εκδήλωση θα γίνει στον Εκδοτικό Οίκο Γαβριηλίδη (Αγίας Ειρήνης 17, Μοναστηράκι).

 Την παρουσίαση έχουν αναλάβει: ο Κλεομένης Κουτσούκης, Ομότιμος Καθηγητής Παντείου Πανεπιστημίου –π. Διευθυντής Κέντρου Πολιτικών Ερευνών Παντείου Πανεπιστημίου – Πρόεδρος Ευρωπαϊκού Κέντρου Ευρυτανικών Σπουδών –Συγγραφέας), ο  Δημήτρης Ευαγγελοδήμος (Δημοσιογράφος) και η Σοφία Κοντογιάννη (Φιλόλογος).

Συντονιστής της εκδήλωσης θα είναι η Ολυμπία Μωραΐτου (Φιλόλογος).

Πρόκειται για ένα βιβλίο, που περιέχει τα διηγήματα: ΤΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ ΤΗΣ ΛΑΜΠΡΙΝΗΣ, ΤΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ ΤΟΥ ΚΟΣΜΑ, ΣΕ ΜΙΑ ΣΤΑΓΟΝΑ ΔΑΚΡΥ, ΤΟΠΟΛΙΑΝΑ… ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ ΜΕ ΤΟΝ ΑΡΗ και ΤΟ ΛΑΦΙ. 

Στα τρία (03) πρώτα διηγήματα πρωταγωνιστούν άνθρωποι της άλλης καθημερινότητας. Πρωταγωνιστούν άνθρωποι παρακατιανοί, άνθρωποι της κακομοιριάς, άνθρωποι, που η ζωή τους έθεσε πίσω από την πλάτη των «ανθρώπων», άνθρωποι καταδιωγμένοι και σταλμένοι στην αθέατη πλευρά του φεγγαριού, άνθρωποι «ανάξιοι λόγου». Εν ολίγοις, πρωταγωνιστούν άνθρωποι παιδιά, πλάσματα και φτιάγματα ενός κατώτερου… ενός ξεθεωμένου Θεού. Μαζί τους πρωταγωνιστούν και άνθρωποι, που ξέρουν να συνδράμουν, που ξέρουν να δίνουν κουράγιο, που ξέρουν να υφαίνουν ελπίδες, που δεν διστάζουν να χαμογελούν.

Το τέταρτο (4ο) διήγημα μας μεταφέρει στα μαύρα χρόνια της Γερμανικής κατοχής. Μας μεταφέρει στο χωριό Τοπόλιανα της τότε εποχής και μας περιγράφει τον τρόπο, που έζησαν εκείνα τα Χριστούγεννα οι κάτοικοι του χωριού αντάμα με τον Άρη Βελουχιώτη και τους συμπολεμιστές του. 

Το πέμπτο (5ο) και τελευταίο διήγημα είναι μία από τις περισσότερες εκδοχές ενός περιστατικού, που έμεινε ζωντανό χάρη στην τοπική λαϊκή παράδοση και μεταφέρει τον αναγνώστη του στα τέλη του 19ου ή στις αρχές του 20ου αιώνα, χωρίς να αποκλείεται και το νωρίτερα. 

Κατηγορία Εκδηλώσεις

Επικοινωνήστε μαζί μας στο vimapoliti@gmail.com ή απευθείας στην φόρμα επικοινωνίας

Please, enter your name
Please, enter your e-mail address Mail address is not not valid
Please, enter your message