Κυριακή, 14 Οκτωβρίου 2018 12:39

Ο αποχαιρετισμός..

Γράφει η Χαρά-Χαρίκλεια Βλαχάκη

--Καταμεσής του χωραφιού, στέκεται κι αγναντεύει,

ισχνή φιγούρα ανθρώπινη σαν κάτι να γυρεύει...

--Σηκώνει τους γιακάδες του να μην τον φάει τ΄αγιάζι,

μονολογεί δακρύζοντας και βαριαναστενάζει.

--Το ροζιασμένο χέρι του, κρύβει το πρόσωπό του

και με φωνή τρεμάμενη, λέει το παράπονό του...

 --Αχ χερσοχωραφάκι μου το πόσο συγκινούμαι,

οι θύμησες με πνίξανε και ήρθα να τα πούμε.

 --Τέτοια εποχή καμάρωνα που σ΄είχα οργωμένο

και το σταράκι πού 'σπερνα ήτανε φυτρωμένο...

 --Μπροστά τραβούσε ο Ντορής, ξωπίσω του τ΄αλέτρι

κι εγώ το σπόρο έσπερνα για της χρονιάς τ΄αλεύρι.

 --Χόρτασες την φαμίλια μου, ας είσαι ευλογημένο,

χαλάλι ο ιδρώτας μου που σ΄έχω ποτισμένο...

 --Ψόφησε τώρα ο Ντορής, μακριά είν' τα παιδιά μου,

ανήμποροι απομείναμε εγώ και η γριά μου.

 --Γι αυτό και σ΄εγκατέλειψα, κουράγιο πια δεν έχω,

ούτε να έρθω να σε δω τώρα πια δεν αντέχω...

 --Έφτασε πλέον η στιγμή να σ' αποχαιρετήσω,

για όσα μου προσέφερες να σε ευχαριστήσω...

Η εικόνα ίσως περιέχει: ένα ή περισσότερα άτομα και υπαίθριες δραστηριότητες

Φώτο-Μάνος Γαμπιεράκης]

 

Κατηγορία Αρθρογραφία
Σάββατο, 17 Φεβρουαρίου 2018 19:33

Το καρναβάλι του χωριού μου..

Γράφει η Χαρά-Χαρίκλεια Βλαχάκη

 

Όσο πλησίαζαν οι αποκριές άρχιζαν και οι προετοιμασίες από την ομάδα που θα ντυνόταν μασκαράδες.....τότε δεν υπήρχαν περούκες, έτοιμες μάσκες και στολές... οι ενδιαφερόμενοι έπρεπε να κάνουν κουμάντο για τα απαραίτητα υλικά που μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν και το κυριότερο ήταν τα χαρτόκουτα..... 

Κόβανε τις χαρτόκουτες τις βάφανε με κάρβουνα και ξυλομπογιές και έφτιαχναν τις προσωπίδες (μάσκες)......για τον αρχηγό του καρναβαλιού τον Αράπη χρειαζόταν οπωσδήποτε μαύρο γουρουνοτόμαρο, το κάνανε σε σχήμα κώνου βάζανε μια μεγάλη μύτη και γύρω-γύρω από τα μάτια το έβαφαν κατακόκκινο ...σκέτος βρυκόλακας ... 

Ο Αράπης έπρεπε να ήταν νέος, δυνατός και άτομο αντοχής...κουβαλούσε δέκα- είκοσι κιλά κύπρους και κουδούνια δεμένα στην μέση του και στο χέρι μια χαντζάρα....μια εβδομάδα έκανε να σηκωθεί από το κρεβάτι μετά το καρναβάλι από την μέση του...... Εκτός από τον αρχηγό απαραίτητο ήταν το νιόγαμπρο ζευγάρι, ο παπάς που αντί για θυμιατό είχε ένα κονσερβοκούτι δεμένο με σύρμα και για λιβάνι έβαζε ρετσίνι ...ο γιατρός, οι χωροφύλακες, οι συμπεθέρες, ο παππούλης και η βάβω με το σακούλι γεμάτο στάχτη που και αυτή είχε ξεποδάριασμα με το να κυνηγάει τα παιδιά με την στάχτη..... 

Από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου πιο πολύ χαιρόμασταν το καρναβάλι παρά το Πάσχα ή άλλες γιορτές.......γιατί είχε θέαμα, πολύ σπάνιο για την εποχή μας. 

Από νωρίς το πρωί τα άτομα που θα έπαιρναν μέρος μαζευότανε στο κατώι της γιαγιάς μου και άρχιζαν την ετοιμασία ...με τα λίγα υλικά που διέθεταν κατάφερναν μεγάλο και θαυμάσιο αποτέλεσμα ... μόλις ήταν έτοιμοι περνούσαν αθόρυβα άκρη -άκρη το χωριό με προορισμό την ραχούλα απέναντι από την εκκλησία περιμένοντας κρυμμένοι να τελειώσει η λειτουργία..... Τα παιδιά δεν τα χωρούσε ο τόπος, τρέχανε στο προαύλιο της εκκλησίας προσπαθώντας να τους δουν.....ο Αράπης ανάδευε λίγο τα κουδούνια του για να ακούσουν τα παιδιά δηλώνοντας έτσι την παρουσία τους..... 

Μόλις τελείωνε η θεία λειτουργία και βλέπανε τον κόσμο να βγαίνει από την εκκλησία, ο Αράπης άρχιζε να συντονίζει την ομάδα του καρναβαλιού ....μπροστά αυτός χοροπηδώντας και χτυπώντας τους κύπρους που αντιλαλούσαν σε όλο το χωριό και όχι μόνο και από πίσω ακολουθούσε το νιόπαντρο ζευγάρι και μετά οι υπόλοιποι..... 

Δεν βρίσκω τα κατάλληλα λόγια να περιγράψω τα συναισθήματα που ένιωθα εγώ και πιθανόν τα πιο πολλά παιδιά ...αγωνία, λαχτάρα, φόβος, ευχαρίστηση, ανατριχίλα, δέος .....η αδρεναλίνη χτυπούσε κόκκινο...... ειδικά όταν έβλεπες την τρομακτική προσωπίδα του Αράπη.Ευτυχώς είχαμε και έναν βιολιτζή και έναν κιθαρίστα που συνόδευαν πάντα το καρναβάλι μας. Στο προαύλιο του σχολείου δίπλα από την εκκλησία άρχιζε το γλέντι.... όλοι οι μαχαλάδες ήταν παρόν.....τα νιόγαμπρα και οι συμπεθέρες χόρευαν, ο παπάς θυμιάτιζε, ο γιατρός άρχιζε να εξετάζει τους χωριανούς γράφοντας σε ένα χαρτάκι μια συνταγή που είχε πάνω και το αντίτιμο της επίσκεψης, ο δήθεν ασθενής του έδινε χαρτζιλίκι. 

Επίσης χαρτζιλίκι κερνούσαν και την νύφη και ότι χρήματα βγάζανε τα μοιραζόντουσαν όλοι μαζί.Κάποιοι χωριανοί έκαναν πως έκλεβαν την νύφη και τους κυνηγούσαν οι χωροφύλακες και πολλά άλλα πειράγματα που έκαναν για να διασκεδάσουν το κόσμο..... Μετά το γλέντι που γινόταν στο προαύλιο του σχολείου οι μασκαράδες πηγαίνανε από σπίτι σε σπίτι, πάντα μπροστά ο Αράπης έμπαινε στο σπίτι της νοικοκυράς και χτύπαγε με την χαντζάρα την γωνιά του σπιτιού απειλώντας τάχα πώς αν η νοικοκυρά δεν τους φιλέψει κάτι θα σπάσει την γωνιά .....η νοικοκυρά είχε προνοήσει και πάντα είχε το κέρασμα....... 

Τα περισσότερα παιδιά (αγόρια) τους ακολουθούσαν μήπως και καταλάβουν τα πρόσωπα που ήταν κρυμμένα κάτω από τις μάσκες ..άδικος κόπος γιατί σε κάποια έμπιστα σπίτια που δεν είχαν παιδιά τρώγανε κάτι και κάνανε αλλαγές για να τα μπερδεύουν.. άλλα έτρεχαν πίσω τους για να πειράζουν την βάβω να τα κυνηγάει με την στάχτη, αυτή σε κάθε σπίτι ξαναγέμιζε το σακούλι της .. 

Ακόμα και στις μέρες μας αυτό το έθιμο συνεχίζεται στο χωριό μας και οι χωριανοί που κατέβηκαν Αγρίνιο το κάνουν και εκεί με μεγάλη επιτυχία διατηρώντας την παράδοση του χωριού μας ...... 

ΚΑΛΕΣ ΑΠΟΚΡΙΕΣ

 

Κατηγορία Αρθρογραφία
Σάββατο, 25 Νοεμβρίου 2017 20:10

Ένα πρωινό στο χωριό μου

 

Γράφει η Χαρά-Χαρίκλεια Βλαχάκη

Κάποια Χριστούγεννα πήγα να κάνω γιορτές στον Τριπόταμο με τους γονείς μου.Αυτές οι μέρες, είναι πολύ πιο όμορφες όταν τις περνάς στο χωριό με τους δικούς σου ανθρώπους...στο σπίτι που γεννήθηκες...εκεί που πίστευες μικρή στα παραμύθια, στα καλικαντζαράκια, στον Άγιο Βασίλη.. 

Έμεινα καμιά εβδομάδα...ένα πρωινό αν και έκανε αρκετό κρύο αποφάσισα να πάω στην Φτερόλακα...στην κορυφή του κάτω Τριποτάμου!Μια μεγάλη λάκα γεμάτη με φτέρες και στη μέση ένα αστραποκαμένο δέντρο.

Ντύθηκα κατάλληλα και άρχιζα να ανηφορίζω..δεν είναι μακριά σε κανένα τεταρτάκι θα έφτανα....Προς τα πάνω κοίταζα μόνο τον δρόμο και πότε θα φτάσω...κοίταζα τις πέτρες κι αναρωτιόμουν πόσες από αυτές μου μάτωσαν τα καλάμια πέφτοντας μικρή....ανηφόρα, κρύο, λίγο λαχάνιασμα και τελικά έφτασα!Πόση ομορφιά και πόσες αναμνήσεις από τα παιδικά μου χρόνια...οι εκδρομές από το σχολείο...τα παιχνίδια, οι κατσίκες μας...

Από εδώ βορειοανατολικά βλέπω την πλευρά της Ευρυτανίας που δεν φαίνεται από το χωριό..το Καυκί, την Φτερόλακα , τις στροφές του δρόμου για την Φραγκίστα, το Τρίκορφο...μετά γυρίζω από την άλλη πλευρά...Η απεριόριστη θέα προς την Αιτωλοακαρνανία...η λίμνη...οι οκισμοί του χωριού..είναι τόσο διαφορετική η όλη εικόνα από δω πάνω! Μοιάζει με ζωντανό πίνακα ζωγραφικής!

Δεν θα άλλαζα το χωριό μου με κανένα μέρος του κόσμου...ας είναι φτωχό, ας ερήμωσε το μισό....είναι φωλιασμένο μέσα μου και τίποτε δεν μπορεί να το βγάλει...Κοιτάζω τα σπίτια του χωριού μου...σε κάποιες αυλές οι νοικοκυρές άπλωσαν τα σκεπάσματα να αεριστούν... αν και γιορτές πολλά σπίτια κλειστά...το καταλαβαίνεις από τα τζάκια τους που δεν καπνίζουν...όπου υπάρχουν άνθρωποι υπάρχει και καπνός....πριν από χρόνια όλα τα τζάκια των σπιτιών κάπνιζαν..... Θεέ μου! Πόση αγαλλίαση νιώθω που το τζάκι στο πατρικό μου καπνίζει!

Κοιτάζω τον καπνό για κάμποση ώρα λες και είναι κάτι ξεχωριστό....σαν κάτι που το βλέπω για πρώτη φορά...αισθάνομαι το όμορφο μήνυμα ζωής που μου περνάει!

Ναι ! Σημάδι ζωής των δικών μου αγαπημένων ανθρώπων!Νιώθω ένα σφίξιμο στο στομάχι μου...οι αναμνήσεις και τα συναισθήματα αρχίζουν να με κυριεύουν όπως πάντα....νοσταλγία, συγκίνηση, ομορφιά, λύπη, χαρά....όλα μαζί λες και κάνουν πόλεμο μέσα μου ποιο είναι πιο δυνατό, ποιο θα επικρατήσει, ποιο θα με λυγίζει..Ο αέρας εδώ πάνω ...ξυρίζει. Κρυώνω αλλά δεν θέλω να κατέβω...δεν χορταίνω να κοιτάζω το χωριό μου...δεν το χόρτασα ποτέ....ίσως αν ζούσα εδώ να μην ένιωθα τόσο έντονη επιθυμία...αλλά πως γίνεται όταν αγαπάς κάτι τόσο πολύ να το χορτάσεις όσο κι αν το ζεις καθημερινά?..πόσο μάλλον όταν το βλέπεις στην χάση και στην φέξη....

Ο μπάρμπα-Λάμπρος που γύριζε από τις γίδες του διέκοψε τις σκέψεις μου...χαιρετούρες, χρόνια πολλά, τα τυπικά καλώς ήλθες κ.τ.λ.Μέχρι να κατέβουμε αμέτρητες φορές μου ερχόταν να τον ρωτήσω αν χόρτασε τόσα χρόνια που ζει εδώ το χωριό μας...θα με περάσει για τρελή ..άστο έλεγα από μέσα μου...

Μα πως μπορεί κάποιος να χορτάσει το χωριό που γεννήθηκε και μεγάλωσε?Η κάθε μέρα του είναι διαφορετική, ακόμα και οι άνθρωποι αλλάζουν...από παιδιά γίνονται ενήλικοι, μετά γέροι και μετά διαβαίνουν ένας-ένας με την σειρά τους...τα δέντρα στις αυλές μεγαλώνουν, τα σοκάκια γίνονται αυτοκινητόδρομοι, οι πέτρινες σκεπές κοκκινίζουν από τα κεραμίδια...οι εποχές αλλάζουν ....αυτό που δεν αλλάζει είναι η αγάπη σου γι αυτόν τον τόπο και ότι υπάρχει πάνω σ' αυτόν....

Τα πάντα του χωριού σου μοιάζουν πιο νόστιμα, πιο όμορφα, πιο ευχάριστα, πιο συμπαθητικά...από τους ανθρώπους, τα νερά των πηγών, τα χόρτα των χωραφιών, τους καρπούς των δέντρων, όλα μα όλα είναι υπέροχα!!!!!!Η αγάπη για το χωριό σου είναι εθισμός, δεν περνάει εύκολα αλλά και γιατί να περάσει? Κάπου -κάπου πονάς, δακρύζεις, νοσταλγείς...ε και? 

Έτσι είναι η κάθε είδους αγάπης, μας πονάει , μας ματώνει .....αλλά την θέλουμε.....

 

Κατηγορία Το άρθρο σου
Τρίτη, 11 Ιουλίου 2017 10:26

Η καλοσύνη των απλών ανθρώπων

Γράφει η Χαρά-Χαρίκλεια Βλαχάκη

Εκείνα τα χρόνια, κάποια σπίτια του χωριού μου ήταν σε τέτοια σημεία που οι ιδιοκτήτες τους επιτελούσαν Θεάρεστο έργο!Δεν μπορείς να ξεχάσεις την προσφορά αυτών των ανθρώπων που τα κατοικούσαν όσα χρόνια και αν περάσουν.....

Κατακαλόκαιρο και το απόγευμα έφτανε το φεριμπότ στο Διάσελο...οι χωριανοί κατέβαιναν και άρχιζε ο ποδαρόδρομος και η ανηφόρα να φτάσουν στο χωριό.....κάποιοι ανήμποροι ή καλοστεκούμενοι οικονομικά, ειδοποιούσαν τους δικούς τους ή πληρωτούς και τους περίμεναν με τα ζώα και γλίτωναν τον ποδαρόδρομο .....αλλά όχι και την αφόρητη δίψα του καλοκαιριού.

Πουθενά σε αυτή την διαδρομή δεν υπήρχε μια βρυσούλα να σταματήσουν να πάρουν μια ανάσα και να ξεδιψάσουν οι άνθρωποι και τα ζώα.Σε πολλά σημεία του χωριού υπήρχαν αρκετές πηγές, εδώ όμως ούτε για δείγμα...το χειμώνα δεν υπήρχε θέμα δίψας το καλοκαίρι όμως η κατάσταση ήταν απελπιστική.Αυτές τις στιγμές, κουρασμένος από το ταξίδι, φορτωμένος τα όποια μπαγκάζια, η ανηφόρα, ο ήλιος να σε τρελαίνει, ο ιδρώτας να τρέχει ποτάμι και το στόμα σου να κολλάει από την δίψα, η μόνη χαρούμενη σκέψη που σου έδινε λίγο κουράγιο να προχωρήσεις ήταν να φτάσεις στην .....<<όαση>>, δηλαδή στα πρώτα σπίτια του χωριού!

Εκεί υπήρχαν δύο αδέλφια με τις οικογένειές τους, ο Κώστας και ο Νίκος Ξενάκης..Αν και μικρή, έτυχα σε κάποιες; τέτοιες καλοκαιρινές διαδρομές Διάσελου -χωριού...θυμάμαι σαν τώρα πως σ΄αυτά τα σπίτια σταματούσαν σχεδόν όλοι εκτός αυτών που τα σπίτια τους ήταν λίγο μετά από εκεί....οι υπόλοιποι ανάλογα την ώρα που καταφτάνανε περίμεναν την ...σειρά τους...

Οι δυο συνυφάδες με το χαμόγελο στα χείλη, δεν προλάβαιναν να γεμίζουν τα κανάτια τους και να προσφέρουν δροσερό νερό !Σίγουρα ήξεραν τι γινόταν αυτή την ώρα και έκαναν το κουμάντο τους, φρόντιζαν να πάνε στην βρύση ή να στείλουν τα παιδιά τους να πάρουν κρύο νερό μέσα στην ζέστη, μόνο και μόνο για να εξυπηρετήσουν τους κουρασμένους και διψασμένους συχωριανούς που σταματούσαν στην πόρτα τους....ένα κανάτι κρύο νερό αυτή την στιγμή ήταν ό,τι καλύτερο θα μπορούσαν να προσφέρουν και το πρόσφεραν με όλη τους την καρδιά χαμογελώντας!

Θα μπορούσαν να κλείσουν τις πόρτες των σπιτιών τους και να κάνουν ότι λείπουν, θα μπορούσαν να δίνουν ζεστό νερό αφού ψυγεία δεν υπήρχαν....κι όμως δεν το έκαναν! Ξεδίψασαν πολλά άτομα από τα χέρια τους και σίγουρα πολλά και τα ευχαριστώ που άκουσαν..Κάτι τέτοιες ανθρώπινες συγκινητικές στιγμές, με γυρίζουν σ' αυτές τις αξέχαστες εποχές και με κάνουν να θυμάμαι με νοσταλγία, αγάπη, θαυμασμό και ευγνωμοσύνη τους κατοίκους του χωριού μου...

 

 

Κατηγορία Αρθρογραφία

Γράφει η Χαρά-Χαρίκλεια Βλαχάκη

Άσχημο πράγμα να υπάρχει διαμάχη σε μια οικογένεια, εξίσου άσχημο και για ένα νομό όταν υπάρχει ανάμεσα στους ανθρώπους ζήλια, κόντρα και διχασμός ...

Η Ευρυτανία είναι μία και μοναδική!

Το να προσπαθούμε να την διαμελίσουμε ηθελημένα ή μη, είναι απαράδεχτο.Οι μικροπρέπειες, οι προσωπικές προβολές, τα όποια χαζοσυμφέροντα, οι αιωρούμενες ανώνυμες και ατεκμηρίωτες λασπολογίες, δεν ταιριάζουν ούτε στην εικόνα της μα ούτε και στην ιστορία της.Στην ερώτηση από που είμαι απαντώ με καμάρι.-Από την Ευρυτανία!Δεν λέω από την Δυτική ή την Ανατολική, την Βόρεια ή την Νότια Ευρυτανία και δεν νιώθω καμία διαφορά αν ρωτήσω εγώ κάποιον και μου πει από όποιο χωριό της Ευρυτανίας και αν είναι..για μένα η χαρά είναι ίδια.. οι Δήμοι δεν έγιναν για να χωρίζουν νομούς, ούτε να βλέπουν αντιπάλους....τ' αδέλφια δεν πρέπει να έχουν έχθρα μεταξύ τους αλλά αγάπη και συνεργασία για το καλό όλων. 

Τι μπορεί να κερδίζει κάποιος προσπαθώντας να μοιράσει το νομό και να διχάσει τον κόσμο της?

Όλες οι πλευρές της έχουν να πουν και να δείξουν κάτι όμορφο και ξεχωριστό! Από την πρωτεύουσα και τα κεφαλοχώρια της , μέχρι και το πιο μικρό και απομακρυσμένο χωριουδάκι.... παντού υπάρχουν ενδιαφέροντα να τραβήξουν την προσοχή του κάθε επισκέπτη. Παντού υπάρχουν αξιόλογοι άνθρωποι, παντού υπάρχουν αξιοθέατα και ιστορικά μνημεία, φτάνει να αξιοποιηθούν και να προβληθούν σωστά... Η κάθε σπιθαμή γης της, η κάθε πέτρα της, η κάθε βουνοκορφή της, η κάθε ρεματιά της, η κάθε σπηλιά της, σε όποιο σημείο και αν βρίσκεται, όποιο υψόμετρο και αν έχει, είναι ιερή και ανήκει στην Ευρυτανία και τους Ευρυτάνες.

Γέννησε, φιλοξένησε και σκέπασε ήρωες και έχει ποτιστεί με το αίμα και το δάκρυ τους...ας σεβαστούμε την ιστορία της!

Η Ευρυτανία είναι η μάνα όλων των Ευρυτάνων και όπως κάθε μάνα θέλει τα παιδιά της αγαπημένα μεταξύ τους, έτσι και αυτή θέλει να βλέπει όλους τους Ευρυτάνες δεμένους σαν μια γροθιά! Μπορούμε να μοιράσουμε τις περιουσίες μας όπως εμείς θέλουμε και να αφήσουμε την μικρή μας πατρίδα αμοίραστη και στην ησυχία της. Της φτάνει η εγκατάλειψη και τα τόσα της προβλήματα που περιμένουν λύση....μια λύση που μόνο ενωμένοι μπορούμε να βρούμε ....

Τα χρώματα εδώ δεν έχουν θέση, δεν ζωγραφίζουμε πίνακα και ο τόπος μας δεν έχει ανάγκη από χρώματα.... είναι χορτάτος!!!!!!

Δεν είναι κανείς αρμόδιος ούτε και ικανός να της βάλει αόρατα συρματοπλέγματα, τα σύνορά της υπάρχουν και είναι για να την χωρίζουν από τους όμορους νομούς, δεν της χρειάζονται άλλα.Ο τόπος μας έχει ανάγκη από συνεργασία, ανοιχτά μυαλά, καινούργιες και δημιουργικές ιδέες, συνολικό αγώνα, αναγκαία και αποτελεσματικά έργα, ανάπτυξη, σωστή διαχείριση, κατάλληλη προβολή ...δεν έχει ανάγκη από διχασμό, αντιπαλότητα και προσωπικά οφέλη.Είμαι σίγουρη πως όλοι οι Ευρυτάνες, ανεξαρτήτου τόπου διαμονής, ιδεολογίας και ηλικίας, αγαπάμε τον τόπο που γεννηθήκαμε και προσδοκούμε το καλύτερο.

Αν δεν μπορούμε λοιπόν να συμβάλλουμε για το καλό της...ας μην της κάνουμε τουλάχιστον κακό.

 

Κατηγορία Αρθρογραφία
Κυριακή, 12 Μαρτίου 2017 12:35

Αισθήματα για ένα πουρνάρι..

Γράφει η Χαρά -Χαρίκλεια Βλαχάκη

Μερικές φορές δενόμαστε με άψυχα πράγματα, τα αγαπάμε και τα αντιμετωπίζουμε σαν έμψυχα...μπορεί να μην είναι και τόσο λογικό, ίσως να ακουμπάει λίγο την τρέλα...ή η ευαισθησία μας να μας εγκλωβίζει σε περίεργες καταστάσεις.Όλες οι τοποθεσίες του χωριού μου όπως και σε κάθε χωριό φαντάζομαι είχαν και ένα όνομα. Άλλες το πήραν από την περιγραφή του τόπου και άλλες από κάποιο γεγονός που συνέβη στο παρελθόν.

Βγαίνοντας από τον κάτω Τριπόταμο και πηγαίνοντας προς τον λόγγο φτάναμε στο Πετρητό...δεξιά και αριστερά του δρόμου ήταν γεμάτο μεγάλες πέτρες που τις χρησιμοποιούσαν και για αλαταριές όπως τις έλεγαν, δηλαδή την εποχή που ήταν να ζευγαρώσουν τα ζώα τους έβαζαν αλάτι με πίτουρα να ανεβάσουν τον οίστρο τους.Αφού περνούσαμε το Πετρητό πηγαίναμε προς το Βαθύ το ρέμα.Ενδιάμεσα της διαδρομής δεν υπήρχε όνομα της τοποθεσίας.... από την αριστερή πλευρά υπήρχε μια πλαγιά που έφτανε ψηλά ως την τοποθεσία Κούπες.Ήταν γεμάτη με θάμνους που δεν ξεπερνούσαν τα σαράντα με πενήντα εκατοστά. Οι θάμνοι ήταν Σουρούπες για προσάναμμα της φωτιάς και Αρπάκια για το ψήσιμο ψωμιού και πίτας...ήταν όλα λες και τα είχαν κουρέψει στο ίδιο ύψος!

Από την δεξιά πλευρά του δρόμου μετά από λίγα μέτρα άρχισε ο λόγγος με μικρά και μεγάλα δέντρα...Σε κάποιο σημείο, στην άκρη του δρόμου από την αριστερή μεριά ήταν ένα πουρναράκι περίπου στο ένα μέτρο και ξεχώριζε από μακριά... ήταν κάτι διαφορετικό ανάμεσα σε τόσους θάμνους και ακριβώς απέναντί του από την άλλη πλευρά του δρόμου ήταν μια Αριά, (δέντρο) λες και ήταν ζευγάρι!Χρόνο με τον χρόνο μεγάλωνε κι αυτό όπως κι εγώ... μπορούσες να καθίσεις το καλοκαίρι να πάρεις μια ανάσα...αυτή την τοποθεσία την βάπτισα εγώ στο Πουρναράκι και την Αριά.Στο σπίτι όταν θέλαμε να αναφερθούμε στην συγκεκριμένη περιοχή έτσι την αποκαλούσαμε.

Δεν ξέρω γιατί αλλά περνώντας από εκεί τα καλοκαίρια μου άρεσε να κάθομαι στον ίσκιο του, άλλωστε ήταν και το μοναδικό στην τοποθεσία και κοντά στο δρόμο...

Μια μέρα γυρίζοντας η μάνα μου από τις κατσίκες την ακούω να λέει:

-Από σήμερα θα λέμε σκέτη Αριά το Πουρναράκι πάει, το έκοψε ο τάδε και είπε το όνομα ενός χωριανού....χάθηκε να πάει παρακάτω να κόψει...

Μόλις το άκουσα ένιωσα τόσο θυμό για τον συχωριανό μου και τόση λύπη για το Πουρναράκι που δεν λέγεται....τι να πω και ποιος να με καταλάβει.....δεν ήταν πολύ μακριά από το χωριό, περίπου κανένα μισάωρο και σιγά που δεν μπορούσα να ξεφύγω από το σπίτι ...ήθελα να πάω να το δω.

Έφτασα ...είχε μείνει μόνο λίγος κορμός...ένιωσα τόσο άσχημα...το ακούμπησα λίγο με το χέρι μου σαν να ήθελα να το παρηγορήσω...το κοίταζα για κάμποση ώρα..αναρωτιόμουν αν πονούσε και αν θα ξαναέβγαζε πάλι κλαδιά, (τελικά δεν πρέπει να μην ήμουν και πολύ στα καλά μου από μικρή.... ) ένιωσα ένα κόμπο στο λαιμό......ήθελα να κλάψω αλλά η λογική μου έλεγε πως ήταν μόνο ένα δεντράκι...ήθελα να πετύχω στον δρόμο τον μπαρπαΜήτρο και να τον πλακώσω με τις πέτρες να ξεθυμάνω....Εγώ πάντα νομίζω πως ήμουν πολύ κοντά στην τρέλα...είχα έναν περίεργο τρόπο να βλέπω, να αισθάνομαι και να εκτιμώ τα πράγματα και αν έκανα πως θα πω την σκέψη μου και τι ένιωθα θα γελούσαν όπως συνήθως. 

Για μένα δεν ήταν ένα δέντρο όπως τόσα άλλα, ήταν κάτι διαφορετικό...ήταν το φιλαράκι μου που περνώντας καθόμουν στον ίσκιο του, ήταν το βαφτιστήρι μου, ήταν κάτι ζωντανό και όχι ένα απλό Πουρνάρι...

 

Κατηγορία Το άρθρο σου
Κυριακή, 19 Φεβρουαρίου 2017 20:12

Η πίτα και το ..ατύχημα

Γράφει η Χαρά-Χαρίκλεια Βλαχάκη

Με αφορμή την σημερινή μου πίτα θυμήθηκα ένα περιστατικό.Η μάνα μου από το δημοτικό μας έβαζε να ζυμώνουμε και να κάνουμε πίτες.Όποια ήταν η σειρά της από μας τις κοπέλες να ζυμώσει ή να κάνει πίτα, δεν είχε καμία βοήθεια από την αρχή μέχρι το τέλος.Μια φορά που ήταν η σειρά μου να κάνω πίτα.... δεν θυμάμαι καν τι σόι πίτα ήταν και αφού παιδεύτηκα αρκετά να ανοίξω τα φύλλα τελικά την έκανα. Δεν είχαμε φτιάξει φούρνο έξω ακόμα, αυτό έγινε πολύ αργότερα .Το ψωμί και οι πίτες ψηνόταν στη γωνιά του τζακιού.

Ειδικά όταν ψήναμε ψωμί το Χειμώνα παγώναμε γιατί μέχρι να βγει η γάστρα από την γωνιά η φωτιά ήταν σβηστή...αντίθετα με το ψήσιμο της πίτας που η φωτιά έκαιγε στην πίσω μεριά της γωνιάς και μπροστά ψηνόταν η πίτα.Την συγκεκριμένη φορά που έκανα την πίτα μου ήταν Χειμώνας και το τζάκι έκαιγε στο φούλ.Τράβηξα χόβολη την άπλωσα στην γωνιά, έβαλα την χαμηλή πυροστιά ακούμπησα πάνω την πίτα και σιγά-σιγά την γύριζα γύρω-γύρω με την πατσαβούρα να ψηθεί όπως την έκανε η μάνα του και όπως είχα μάθει.Έβαλα το χέρι μου για δοκιμή στην μέση της πίτας...έπρεπε να είναι πολύ ζεστή, κούνησα και το ταψί να δω αν ....τροχάει από κάτω. Όλα καλά...έτοιμη για γύρισμα.

Την γύρισα με λίγη δυσκολία αλλά τα κατάφερα, γιατί παλιότερα υπήρξαν ατυχήματα στο γύρισμα.Την έβαλα πάλι στην πυροστιά και τράβηξα λίγα κάρβουνα.Συνέχισα να την γυρίζω και ταυτόχρονα έβαζα ξύλα στην φωτιά και για να ζεσταθούμε αλλά και για κάρβουνα.Μετά από λίγη ώρα η πίτα τροχούσε, σημάδι πως ήταν έτοιμη!Πολλές φορές είχα δει την μάνα μου όταν ήταν έτοιμη η πίτα να βγάζει την χόβολη από κάτω και να σκεπάζει το ταψί με το πλαστήρι. Δεν ξέρω αν το έκανε σε συγκεκριμένη πίτα ή για να κρατηθεί ζεστή.

Λογικό ήταν να το κάνω κι εγώ αφού το έκανε η μάνα μου.Έβγαλα λοιπόν την χόβολη να μην καεί η πίτα μου και την σκέπασα με το πλαστήρι.Μιας και τελείωσα με επιτυχία την εντολή της μάνας μου ηρέμησα.....δεν ξέρω τι έκανα, πιθανόν να το έριξα στο διάβασμα ή να μάλωνα με τ' αδέλφια μου...Ήρθαν και οι γονείς μου, άκουσα και ότι μυρίζει καλά η πίτα μου (σπάνιο για την μάνα μου) και όλα έδειχναν μια χαρά!Πλησιάζουν στο τζάκι να ζεσταθούν και τι περίεργο?...ακούω τις τσιρίδες της μάνας μου.....Αμάν σκέφτηκα τι έγινε πάλι....αφού μια χαρά ήταν η πίτα μου...Πάω κοντά από περιέργεια και τι να δω....το μισό σχεδόν πλαστήρι είχε καεί. Είχε αρπάξει φωτιά από την μέσα μεριά και καιγόταν κανονικά...χαμπάρι δεν πήρα ούτε εγώ ούτε κάποιο από τα αδέλφια μου.

Άτιμο πλαστήρι ήταν ανάγκη να είσαι ....ξύλινο.Οι συνέπειες γνωστές....

 

Κατηγορία Αρθρογραφία
Κυριακή, 12 Φεβρουαρίου 2017 11:36

Το Γιατάκι..

Γράφει η Χαρά-Χαρίλεια Βλαχάκη

Δεν ξέρω αν το ξύλο βγήκε από τον παράδεισο και αν έχει φάει άλλο παιδί από τους γονείς του τόσο όσο έφαγα εγώ.....αλλά μάλλον έχω την πρωτιά... όποιος ήταν εύκαιρος με τουλούμιαζε, την πρώτη και την τελευταία μετρούσα ....αλλά κι εγώ πολύ << καλό >> παιδί, έκανα ό,τι μπορεί να φανταστεί ανθρώπου νούς για να τους προκαλέσω..... Τη φράση που πάντα άκουγαν από μένα και την θυμάται ακόμα η οικογένειά μου όταν με ρωτούσαν γιατί το έκανες? ήταν '' έτσι μ' θέλω καλά κάνω''...όσο έφαγαν τ' άλλα αδέλφια μου σε όλη της τη ζωή εγώ το έτρωγα σε μια εβδομάδα................ 

Μου είχε γίνει τρόπος ζωής και δεν με ένοιαζε .....δεν ξέρω αν αφήνει παιδικά τραύματα, δεν σπούδασα ψυχολογία και προς το παρόν δεν πήγα ακόμα σε ψυχίατρο η ψυχολόγο.....ίσως όμως για τα κουσούρια που έχω να είναι το άλλοθί μου. Την εβδομάδα τουλάχιστον μια βραδιά κοιμόμουν έξω, όχι γιατί με κλείδωναν αλλά γιατί όταν έκανα κάτι χοντρό κατά την γνώμη τους, με έδερναν μέχρι να κουραστούν και το να μπώ μέσα ήταν σαν να έμπαινα στο λάκκο με τα φίδια..... ενώ έξω έτρεχα και την σκαπουλάριζα πολλές φορές.... 

Όταν λοιπόν τους έκανα κάτι, ανάλογα με την εποχή έψαχνα και *γιατάκι* για το βραδύ, άλλωστε η μάννα μου ήταν σαφής: ''βρές *γιατάκι* να κοιμηθείς απόψε ....ακόμα ηχούν στα αυτιά μου τα λόγια της ...ο μακαρίτης ο πατέρας μου ήταν καλός άνθρωπος, αλλά του έβαζε λόγια η μάννα μου, αυτή ήταν και είναι σκληρή γυναίκα! Με τα τόσα που τους έκανα και πιστεύω ήταν όλα από αντίδραση. δεν μπορώ να θυμηθώ τι τους έκανα την συγκεκριμένη φορά και το βράδυ έπρεπε να βρώ κατάλυμα .....ήταν χειμώνας και η μάνα πιθανόν έτσι θέλω να πιστεύω άφηνε επίτηδες ξεκλείδωτη την παράγκα που είχαμε αποθήκη τις βραδιές που είχα ...έξοδο!!!!!!!

Όταν γινόταν οι σεισμοί στο χωριό μου, μας είχε δώσει το κράτος νομίζω παράγκες για να μένουμε γιατί τα σπίτια μας ήταν μισογκρεμισμένα και επικίνδυνα.Ευτυχώς αν και παιδάκι του Δημοτικού με τον τρόπο που ζούσα δεν φοβόμουν...αφού νύχτωσε καλά άνοιξα την παράγκα και μπήκα μέσα, ήξερα τα κατατόπια γιατί φώς δεν υπήρχε (αν και αργότερα είχα προνοήσει και έβαλα μια παλιόλαμπα)...ήξερα ότι αριστερά κοντά στο παράθυρο κρεμόταν μια παλιά χλαίνη, την βρήκα και ανέβηκα πάνω στα τσουβάλια που είχαμε εκεί με αλεύρι, καλαμπόκι,σιτάρι και κουκουλώθηκα με την χλαίνη να ξενυχτίσω. 

Τώρα το πως μπορούσαν αυτοί και κοιμόταν μέσα ήσυχοι.....αυτό είναι άλλη ιστορία.....έπρεπε να βάλω μυαλό και κατά την γνώμη τους αυτή ήταν η λύση...δεν κατάλαβαν ποτέ ότι εγώ συνήθιζα, δυνάμωνα και γινόμουν πιο αντιδραστική.... Δεν ξέρω τι ώρα κοιμήθηκα και πόσο.....ξύπνησα γιατί ένιωσα τα δάκτυλα των ποδιών μου στην μούρη μου....δεν μπορούσα να καταλάβω που ήμουν, έκανα τον σταυρό μου και στα τυφλά βρήκα τα τσουβάλια και την χλαίνη και την έπεσα ξανά για ύπνο..... .......Ξύπνησα από τις φωνές της μάνας μου, κατάλαβα ότι τα είχε μαζί μου....χαλούσε τον κόσμο και δεν ήξερα γιατί, την στην ευχή έκανε έτσι και πως θα ξεφύγω από την παράγκα μην με πιάσει, με τα νεύρα που είχε θα με σκότωνε, ήξερα ο πατέρας μου έφευγε πολύ πρωί για να πάει τα ζώα ..... 

Η παράγκα ήταν λίγο υπερυψωμένη από την μία πλευρά και την ακούω να είναι από κάτω και να μουρμουράει όπως πάντα, οπότε ανοίγω την πόρτα και τρέχω......την ακούω να μου λέει ''το βράδυ βρες αλλού *γιατάκι*. Στα δέκα μέτρα περίπου γυρίζω να δω τι έγινε και την βλέπω να μαζεύει από κάτω καλαμπόκι ........ Δεν ξέρω πως έγινε, μάλλον δεν ήταν καλά το τσουβάλι κλεισμένο,ή ήταν σχισμένο και με το που ανέβηκα άρχισε να αδειάζει και πέρασε ανάμεσα από τις αραιές τάβλες που είχαν για πάτωμα ....πάντως οι κότες κάνανε πάρτι το πρωί... τότε κατάλαβα γιατί διπλώθηκα την νύχτα. Μπήκα βιαστικά στο σπίτι ετοιμάστηκα και φεύγοντας για το σχολείο πήγα κοντά της στα δύο μέτρα και έβαλα τα γέλια για να της την σπάσω, έτσι και αλλιώς το βράδυ πάλι έξω θα την έβγαζα και να με πιάσει από κει που ήταν χωμένη δεν μπορούσε .....δεν το έκανα επίτηδες αλλά το χάρηκε η ψυχή μου, το ίδιο και οι κότες, μια εβδομάδα τρώγανε!!!!!!!!!!!!!!!!! 

 

Κατηγορία Αρθρογραφία
Τρίτη, 07 Φεβρουαρίου 2017 12:51

Η φωνή της εγκατάλειψης..

Γράφει η Χαρά-Χαρίκλεια Βλαχάκη

Οι πατλιές από τους θάμνους και τα βάτα κοντεύουν να κλείσουν το μισό χωράφι, τα χόρτα έχουν φτάσει κοντά ένα μέτρο, πουθενά προβατάκια να το βοσκήσουν, κάποτε σε ένα τέτοιο χωράφι θα έκαναν πάρτι...πρέπει να πέρασε πολύς καιρός να το επισκεφτεί ο ιδιοκτήτης του, πιθανόν κάποιος κυνηγός να ήταν ο τελευταίος που το περπάτησε ..........Στέκεσαι καταμεσής του χωραφιού και κοιτάζεις ολόγυρα, στην θέα που αντικρίζεις σε πιάνει ρίγος, σκέτη εγκατάλειψη. 

Κοιτάζεις τις γέρικες κουφαλιασμένες ελιές....ευλογημένα δέντρα!!! Σε πιάνει το παράπονο να τις θωρείς ακλάδευτες, αμάζευτες, κανείς δεν ασχολείται πια με δαύτες, ξεχασμένες όπως και τόσα άλλα....μα στέκουν εκεί ακόμα όρθιες, περιμένοντας με υπομονή τον ...... άνθρωπο !Καμία περιποίηση και όμως πάνω στα κλαδιά τους υπάρχουν ακόμα μερικές ελιές, συνεχίζουν να προσφέρουν έστω κι αν δεν ακουμπάει πάνω τους ανθρώπου χέρι....Στην παρουσία σου τρομάζουν μερικά κοτσίφια που τρώγανε ανενόχλητα τον κόπο τους, τι κρίμα........... Κοιτάζεις τριγύρω, κάτι ψάχνεις, δεν μπορεί ....κάπου εδώήταν μονολογείς, που πήγε άραγε?Πας λίγο πιο δεξιά, πιο αριστερά, τίποτα.....Τζάμπα ψάχνεις, το μονοπάτι που ήξερες δεν υπάρχει πια, έγινε λόγκος όπως και τα σύνορα του χωραφιού σου και την αμπουριά που βρήκες και μπήκες μέσα πολύ σου ήταν............

Ακούγεται ο αναστεναγμός σου, νιώθεις τα μάτια σου να βουρκώνουν... Ξέρω τι σκέφτεσαι ...ναι ξέρω πολύ καλά, ό,τι θα σκεφτόταν ο καθένας στη θέση σου..... θυμάσαι, ναι και βέβαια θυμάσαι.... κάνεις σύγκριση, πως ήταν και πως κατάντησε......τεράστια η διαφορά.... ίσως κάπου μέσα σου νιώθεις ενοχές για την εικόνα που αντικρίζεις μετά από τόσα χρόνια, λογικό είναι.....Αυτοί που κάποτε το φρόντιζαν σαν να ήταν παιδί τους, δεν υπάρχουν και αν κάποιοι υπάρχουν είναι γέροι και ανήμποροι πια, αλλιώς δεν θα ήταν σε αυτό το μαύρο χάλι... Κι εσύ? Τι κάνεις αλήθεια εσύ? Για να είσαι εδώ κάτι σε τραβάει, κάτι σε δένει...Ναι σε καταλαβαίνω, έχεις φάει λαδάκι από εδώ, τις φύτεψαν οι γονείς σου, τις σκάλισαν, τις κλάδεψαν, τις τίναξαν με τα ροζιασμένα και κουρασμένα χέρια τους, τις έβλεπαν να μεγαλώνουν και έκαναν όνειρα γι αυτές όπως και για τα παιδιά τους....και τώρα? 

Μη σε παίρνει από κάτω, δεν είσαι ο μόνος...κάπως έτσι την πατήσαμε όλοι, ένα καλύτερο αύριο για μας, μετά το μέλλον των παιδιών μας και παρατήσαμε τα πατρικά μας που με τόσο κόπο και ιδρώτα, με τόσες στερήσεις έχτισαν οι γονείς μας, παρατήσαμε τα χωράφια που μας τάιζαν, τα ξεχάσαμε σαν να μην υπήρξαν, μας πέφτουν λίγο μακρυά, δεν πάει και το αυτοκίνητο μέχρι εκεί, δεν αξίζει τον κόπο να ασχοληθούμε, είναι ασύμφορα.......τρίζουν τα κόκαλα των δικών μας.....................Και να ήταν μόνο το δικό σου χωράφι λίγο το κακό.....να, κοίταξε γύρω σου, σχεδόν όλη η περιοχή φωνάζει εγκατάλειψη.... η εικόνα από μόνη της μοιάζει σαν να ικετεύει για λίγη ανθρώπινη σημασία, αφουγκράζεσαι λίγο και νομίζεις πως ακούς μια παραπονεμένη φωνή να ρωτάει γιατί?....

Όχι δεν τρελάθηκες......είναι το δέσιμο και η αγάπη που έχεις με τον τόπο σου, είναι τα συναισθήματα που σε πνίγουν.... είναι όλα αυτά που αφήσαμε πίσω μας και που δεν σταμάτησαν να μας περιμένουν και να μην ζουν στην σκέψη μας...Τώρα είναι εδώ, μπροστά σου και νομίζεις πως σου ζητούν εξηγήσεις για την κατάντια τους........Δεν αντέχεις να μείνεις άλλο, θες να φύγεις αλλά τα πόδια σου δεν σε υπακούν......

Όμως τα πράγματα αλλάζουν πολλές φορές....ποτέ δεν ξέρεις .... οι όμορφες μέρες που έζησαν αυτά τα χωράφια μπορεί να μην είναι μόνο παρελθόν, μπορεί να ξανανιώσουν ανθρώπινο ιδρώτα να τα ποτίζει και αυτή τη φορά....... ίσως να είναι ο δικός μας.....

 

Κατηγορία Το άρθρο σου

Γράφει η Χαρά Βλαχάκη‎

Πώς και πώς περιμέναμε και μετρούσαμε τις μέρες μέχρι να ρθούν τα Χριστούγεννα όταν ήμασταν παιδιά. Αρχίζαμε και μαζεύαμε χρυσόχαρτα από τσιγάρα, από γλυκά (θυμάστε τα μπουσέ?) και ότι χαρτάκι θα μπορούσε να μας είναι χρήσιμο στο τύλιγμα της κακατσίδας για το στόλισμα του δέντρου (κέδρος)....λίγο βαμβάκι για χιόνι και έτοιμο! Κάναμε την σχολική γιορτή, λέγαμε τα ποιηματάκια μας και στην ιδέα των διακοπών γελούσαν και τ' αυτιά μας...πετούσαμε τις τσάντες μας και τρέχαμε σαν κατσικάκια που ξέφυγαν από το μαντρί. 

Ούτε δώρα περιμέναμε, ούτε καινούργια ρούχα, ........ρεβεγιόν και τέτοια ήταν άγνωστες λέξεις για μας κι όμως η χαρά που είχαμε δεν περιγράφεται με λόγια! 

Από νωρίς είχαμε μάθει τα κάλαντα και διαλέγαμε το άτομο που θα πηγαίναμε παρέα να τα ...πούμε,..... <<καλήν ημέρα άρχοντες αν είναι ορισμός σας>>... έτοιμο και το καλαθάκι που θα μας έβαζαν μέσα οι νοικοκυρές, καρύδια, αυγουλάκια κ.τ.λ.που και που μας έδιναν και κανένα πενηνταράκι, στην καλύτερη αν υπήρχαν στο σπίτι μετανάστες ή Αθηναίοι που είχαν έρθει για τις γιορτές μας έδιναν μέχρι δραχμούλα ή και δίφραγκο, εκεί να δεις χαρά! Αυτές τις ημέρες είχε δουλειά και ο ταχυδρόμος, ερχόταν με ένα πανέμορφο άσπρο άλογο και μόλις έφτανε στο σχολείο είχε μια τσαμπούνα μόλις την ακούγανε οι συχωριανοί τρέχανε, άλλος περίμενε κάρτα από τους ξενιτεμένους, άλλος κάποιο χαρτζιλίκι, άλλοι που δεν ακούγανε να φωνάζει ο ταχυδρόμος το όνομά τους γυρίζανε με άδεια χέρια και την καρδιά γεμάτη πίκρα που τους ξέχασαν οι αγαπημένοι τους....αλήθεια πόση αξία είχε μια καρτούλα? 

Γι' αυτούς που την στέλνανε μηδαμινή, όμως γι αυτούς που την πέρνανε ανεκτίμητη... ήταν και η αναφορά βλέπεις.....είχες γράμμα? καλά είναι? τι σου γράφουν? πότε θα έρθουν?......Θυμάμαι αυτές τις ημέρες σαν τώρα, αυτό που με χαλούσε πάρα πολύ ήταν όταν έφτανε η ώρα να σφάξουν τα γουρούνια, τι ουρλιαχτά ήταν αυτά? ...ακόμα τα ακούω...μια παρέα από το χωριό με άντρες έτρεχε από σπίτι σε σπίτι και έσφαζε το γουρούνι που μεγαλώνανε όλο τον χρόνο για αυτόν τον σκοπό...για τα Χριστούγεννα. Τα πιτσιρίκια περίμεναν με αγωνία για να πάρουν το δωράκι τους που δεν ήταν τίποτε το σημαντικό , γι αυτά όμως η ουρήθρα (κατρίστρα) του γουρουνιού αφού την φούσκωναν με ένα καλάμι (σάλωμα) ήταν το μοναδικό μπαλόνι που είχαν δει όλο τον χρόνο! Μετά το σφάξιμο κρεμάγανε το γουρούνι και για κάποιο λόγο (μάλλον να διώχνει τους καλικάτζαρους) καρφώνανε ένα πιρούνι μέσα στα πλευρά του, τα βράδια και με το λιγοστό φως που υπήρχε από την λάμπα πετρελαίου, όσο ήταν κρεμασμένο πάγωνε το αίμα μας όταν περνούσαμε από δίπλα του.

Όταν στέγνωνε άρχιζε το γδάρσιμο, το τεμάχισμα , τα λουκάνικα, οι τσιγαρίδες και η αποθήκευση του κρέατος με πολύ αλάτι στις καρδάρες για να κρατήσει λίγους μήνες αφού ψυγεία δεν υπήρχαν....... Αχ αυτοί οι καλικάτζαροι , ακόμη και εγώ που δεν φοβόμουν αυτές τις ημέρες μόλις σουρούπωνε δεν έβγαινα έξω από το σπίτι ασυνόδευτη, μας είχαν τρομοκρατήσει με δαύτους, νόμιζα ότι θα τους δω μπροστά μου, τους φανταζόμουν μαύρους με μεγάλα αυτιά και μακριές ουρές όπως τους είχα δει στην εικόνα του βιβλίου στο σχολείο που κόβανε το δέντρο για να πέσει η γη...... άσε πού είχα και αυτόν το φόβο μήπως την επόμενη φορά προλάβουν και το κόψουν και ....πέσει η γη, άντε στην ευχή με τα πάγανα και τις φοβίες που μας έσπερναν. 

Όλα τα δρομάκια μοσχοβολούσαν από το λιώσιμο της τσιγαρίδας και του καμένου λίπους, τι κρίμα που δεν μπορούσαμε να δοκιμάσουμε...ήταν μέρες νηστείας αν και μικρά παιδιά μια εβδομάδα μας νήστευαν κανονικά! Ανήμερα των Χριστουγέννων όλοι πηγαίναμε στην εκκλησία, ο παπα-Πάζιος ο Θεός να αναπαύσει την ψυχούλα του πολύ καλός ιερέας μας κοινωνούσε, μας έλεγε χρόνια πολλά και με το τελείωμα της λειτουργίας όλοι έλεγαν ο ένας στον άλλον ευχές και ξεκινούσαμε γρήγορα-γρήγορα για το σπίτι, να φάμε το σπληνάντερο που σε όλο το δρόμο μας έσπαγε την μύτη η μυρωδιά από όλα τα σπίτια που ψηνόταν στις γάστρες. Περνώντας κόβαμε μικρά κλαδάκια από πουρνάρα, ακόμα δεν ξέρω γιατί διαλέγανε το συγκεκριμένο θάμνο, μπαίναμε στο σπίτι η μάνα μου άναβε την φωτιά πρώτος έβαζε ο μακαρίτης ο πατέρας μου το κλαδάκι και έλεγε .... χρόνια πολλά και του χρόνου να είμαστε καλά η πουρνάρα άρχισε να τρίζει και ο πατέρας μου έλεγε αρνάκια... κατσικάκια , υγεία, ευτυχία, νύφες γαμπρούς και πολλές άλλες ευχές, το ίδιο έκανε και η μάνα μας και εμείς τα παιδιά! 

Σε λίγο ετοιμάζαμε να φάμε ,στρώναμε ένα τραπεζομάντηλο (μισάλι) σε ένα χαμηλό τραπέζι με τα σκαμνάκια γύρω-γύρω επτά άτομα ήμασταν, κόβαμε το Χριστόψωμο που ήταν κεντημένη κουλούρα με σταυρό από ζυμάρι και σε κάθε άκρη του σταυρού είχε από μια καρύδα (κουκόσια) και ένα αυγό στην μέση, έβγαινε και το σπληνάντερο από την γάστρα κάναμε τον σταυρό μας και αρχίζαμε το φαγητό .........αρχίζω και βουρκώνω, με προβληματίζει πολύ που νοσταλγώ το παρελθόν, τα αθώα παιδικά μου χρόνια ..... 

ΚΑΛΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ ΣΕ ΟΛΟΥΣ ΣΑΣ !!!!!!!!!!!!

Χαρά-Χαρίκλεια Βλαχάκη

 

Κατηγορία Αρθρογραφία

Επικοινωνήστε μαζί μας στο vimapoliti@gmail.com ή απευθείας στην φόρμα επικοινωνίας

Please, enter your name
Please, enter your e-mail address Mail address is not not valid
Please, enter your message