Γράφει ο Αλέξανδρος Χουλιαράς
Το φθινόπωρο για μας τους ταχέως βαίνοντες στην τρίτη ηλικία είναι συνυφασμένο με μια συγκομιδική αφθονία, που γνωρίσαμε στην πρώτη μας ηλικία. Οι καρποί βρίσκονταν στο ζενίθ της ωριμότητάς τους, τα χωράφια, συγκομισμένα ή όχι, ήταν μια όαση ευδαιμονίας και το ζωικό μας κεφάλαιο σε πλήρη ετοιμότητα να ξεκινήσει τον επόμενο κύκλο του. Τα ζώα ήταν όλα καλοθρεμμένα και γκαστρωμένα, μηδέ εξαιρουμένων και των γυναικών!
Οι καιροί άλλαξαν τα δέντρα μας ξεράθηκαν, τα χωράφια μας κατέληξαν βορά της άγριας φύσης, τα ζώα μας μπήκαν στο μουσείο της Φυσικής ιστορίας και οι όποιες γυναίκες μας …γκαστρώνονται αν και όποτε τύχει.
Σήμερα μέσα σ΄ αυτό το παρακμιακό νεκροταφείο, εκτελούμε, ως άλλοι αβδηρίτες φαραωνικά έργα. Πρωτοπόρος σε τούτη την παρακμιακή φρενίτιδα, όπως πάντα, οι πεφωτισμένες μας τοπικές αρχές, όμως και αρκετοί πολίτες, παραστρατημένοι ως πρόβατα και άπληστοι ως λύκοι, ροκανώντας ή όχι το δημόσιο χρήμα των επιδοτήσεων, διακοσμούν το παραγωγικό μας τοπίο με θνησιγενή και ήδη θνησιμαία μεγάλα έργα.
Ένας τέτοιος -τηρουμένων των αναλογιών- ήμουνα και γω. Πλανεμένος από την απελθούσα μαγεία των χωραφιών και παραπλανημένος από την αναπτυξιακή ψευδαίσθηση του τόπου, ξοδεύοντας ένα σκασμό χρήματα έφτιαξα το χωράφι μου και -φευ- ανέκραξα απευθυνόμενος στον παππού μου: “νενίκηκα σε”. Όμως “το πρωί με τη δροσούλα εγεννήθηκε ένα ρόδο, το πρωί με τη δροσούλα εμαράθηκε το ρόδο”, που λέει κι ο ποιητής.
Εκτός όμως από μένα και άλλοι πολλοί πολίτες επλανήθησαν, επενδύοντας και δουλεύοντας σκληρά, σε έργα που συνθλίβουν αυτούς ως απερχόμενους και αποτελούν κατάρα για τους ερχόμενους. Τρανταχτό παράδειγμα ο μακάβριος σκελετός του κέντρου της πόλης, που η ταφή του θα γίνει Δημοσία Δαπάνη.
Όμως τα έργα της ίδιας της αυτοδιοίκησης -και της πολιτείας γενικά- να δούμε ποιος θα τα κατεδαφίσει. Τούτη κατασκεύασε διάφορα μεγάλα έργα, με γνώμονα τη θήρευση ψήφων, από την πολύχρωμη κομματική πελατεία και ταΐζοντας ταυτόχρονα τον εργολαβικό Γαργαντούα.
Οσονούπω ωριμάζει το έργο: “Κατεδάφιση του προπονητικού Κέντρου”. Επίσης ωριμάζει και το άλλο της κατεδάφισης πολλών δημόσιων ή ημιδημόσιων κτηρίων. Ευχής έργον είναι ότι πολλά τέτοια αβδηρίτικα έργα δεν θα έχουν τουλάχιστον έξοδα κατεδάφισης.
Εσχάτως στο Καρπενήσι έχουμε πλημμυρίδα μεγάλων έργων, με αποτέλεσμα να μας ζηλεύουν αφάνταστα οι άλλες νομοπρωτεύουσες της χώρας. Έχουμε το Πάρκο των Αποδήμων, όπου ευδαιμονίζονται τα άγρια και τα ήμερα του βουνού και του λόγγου. Έχουμε την Αναβάπτιση του ιστορικού μας κέντρου, μόνο που την πήρε και τη σήκωσε ο δαίμων της εργολαβικής αδηφαγίας, και όχι μόνον. Έχουμε τις ανεγέρσεις και τις μεγαλοπρεπείς επεκτάσεις των Γυμνασίων της πόλης, τώρα που οι μαθητές λιγοστεύουν δραματικά, και μόνο μια επέκταση του Νεκροταφείου θα φανεί χρησιμότατη στο μέλλον. Έχουμε το αδηφάγο Κολυμβητήριο, που ικανοποιεί την αθεράπευτη πισινολατρεία των Καρπενησιωτών, αλλά μόνο το χειμώνα. Έχουμε φτιάξει πολυδάπανους δρόμους για να βαδίζουν καμαρωτές οι πετροπέρδικες του Βελουχιού. Έχουμε την καρπενησιώτικη, ου μην αλά και την ευρυτανική, μουσειοπλημμύρα μας.
Έχουμε… έχουμε… πολλά έχουμε, μόνο ένα στρέμμα γης δεν έχουμε καλλιεργημένο και δεν ακούμε στα βοσκοτόπια μας ούτ΄ ένα κυπροκούδουνο. Οι μικρές ορεινές γεωργοκτηνοτροφικές εκμεταλλεύσεις, που θα στηρίξουν μια μικρή μεταποίηση, θα τροφοδοτήσουν ένα ελαφρό εμπόριο και θα παρέχουν αποφασιστική στήριξη στον οικοαγροτουρισμό μας είναι ανύπαρκτες και αν κανένας αιθεροβάμων επιχειρήσει κάτι, γρήγορα θα πάει στον αγύριστο!