Η Μεγάλη Παρασκευή είναι ημέρα πένθους για όλους τους χριστιανούς, είναι η ημέρα που γίνεται η κορύφωση του θείου δράματος. Το μοιρολόι της Παναγίας είναι ένα από τα πιο όμορφα παραδοσιακά τραγούδια που έχει δημιουργήσει ο λαός μας, ένα μοιρολόϊ φτιαγμένο για τον Μεγάλο νεκρό, τον Ιησού Χριστό .Ξεκινούσε τα παλιά χρόνια το βράδυ της Μεγάλης Πέμπτης μετά τη Θεία Λειτουργία και διαρκούσε όλη τη νύχτα.
Δείτε παρακάτω στο βίντεο που ακολουθεί τα Κάλαντα της Μεγάλης Παρασκευής (το Μοιρολόι της Παναγίας) όπως τα έψαλλαν οι γυναίκες του Μεγάλου χωριού Ευρυτανίας την καθώς στόλιζαν τον Επιτάφιο,τηρώντας το έθιμο.
Κάλαντα της Μεγάλης Παρασκευής (το Μοιρολόι της Παναγίας)
Κάτω στα Ιεροσόλυμα και στου Χριστού τον τάφο,
εκεί δεντρό δεν ήτανε και δέντρο εφανερώθη.
Το δέντρο ήταν ο Χριστός κι η ρίζα η Παναγία
κι αυτά τα ριζοκλώναρα ήταν η μαρτυρία,
που μαρτυρούσαν κι έλεγαν για του Χριστού τα πάθη.
- Σήμερα μαύρος ουρανός, σήμερα μαύρη μέρα,
σήμερα όλοι θλίβονται και τα βουνά λυπούνται.
Σήμερα έβαλαν βουλή οι άνομοι Εβραίοι,
οι άνομοι και τα σκυλιά και οι τρισκαταραμένοι,
για να σταυρώσουν τον Χριστό τον πάντα βασιλέα.
Κι ο Κύριος εθέλησε να μπει σε περιβόλι,
να λάβει δείπνο μυστικό, να τον συλλάβουν όλοι.
Η Παναγιά η Δέσποινα καθόταν μοναχή της,
τας προσευχάς της έκανε για τον Μονογενή της.
Φωνή εξήλθε εξ ουρανού κι απ’ αρχαγγέλου στόμα:
«Σώζουν, κυρά μου, οι προσευχές, σώζουν και οι μετάνοιες,
και τον Υιόν σου πιάσανε και στον χαλκιά τον πάνε
και στου Πιλάτου τας αυλάς εκεί τον τυραννάνε·
-Χαλκιά, χαλκιά, φτιάξε καρφιά, φτιάξε τρία περόνια
κι εκείνος ο παράνομος βαρεί και φτιάχνει πέντε.
-Σύ, Φαραέ, που τά ‘φτιαξες πρέπει να μας διδάξεις.
-Βάλτε τα δυο στα χέρια του και τ’ άλλα δυο στα πόδια,
το πέμπτο το φαρμακερό βάλ΄τε το στην καρδιά του,
να τρέξει αίμα και νερό, να λιγωθεί η καρδιά του,
Κι η Παναγιά σαν τ’ άκουσε έπεσε και ’λιγόθη.
Στάμνες νερό της ρίξανε, τρία κανάτια μόσχο
και τρία μυροδόσταμνα για να της έρθει ο νους της.
Και σαν της ήρθε ο λογισμός και σαν της ήρθε ο νους της,
ζητάει μαχαίρι να σφαχτεί, φωτιά να πάει να πέσει,
ζητάει γκρεμό να γκρεμιστεί για τον Μονογενή της.
Η Μάρθα, κι η Μαγδαληνή και του Λαζάρου η μάνα,
του Ιακώβου η αδερφή κι οι τέσσερεις αντάμα.
Σαν πήραν το στρατί-στρατί, στρατί το μονοπάτι,
το μονοπάτι τ’ς έβγαλε μες στου ληστή την πόρτα.
«Άνοιξε πόρτα του ληστή και πόρτα του Πιλάτου».
Κι η πόρτα από το φόβο της ανοίγει μοναχή της.
Τηράει δεξιά, κοιτάει ζερβά, κανένα δε γνωρίζει,
κοιτάει και δεξιότερα, βλέπει τον Ιωάννη.
Συ Ιωάννη Πρόδρομε και Βαπτιστή του γιου μου
μην είδες τον υγιόκα μου και σε τον δάσκαλό σου;»
Δεν έχω στόμα να σου πω, γλώσσα να σου μιλήσω
δεν έχω χεροκάλαμο για να σου τον εδείξω.
βλέπεις εκείνο τον γυμνό, τον παραπονεμένο,
οπού φορεί πουκάμισο στο αίμα βουτηγμένο,
οπού φορεί στην κεφαλή ακάνθινο στεφάνι;
Εκείνος είν’ ο γιόκας σου κι εμέ ο δάσκαλός μου».
Κι η Παναγιά πλησίασε γλυκά τον ερωτάει:
«Δε μου μιλάς, παιδάκι μου, δε μου μιλάς, παιδί μου;»
«Τί να σου ειπώ, μανούλα μου, που διάφορο δεν έχεις·
μόνο το Μέγα Σάββατο κοντά στο μεσονύχτι
Όταν λαλήσει ο πετεινός, σημαίνουν οι καμπάνες,
σημαίνει η γης, σημαίνει ο Θεός, σημαίνουν τα επουράνια.
Σημαίνει κι η Αγιά Σοφιά, το μέγα μοναστήρι
με τετρακόσια σήμαντρα κι εξήντα δυο καμπάνες.
Τότε κι εσύ, μανούλα μου, θα ‘χεις χαρές μεγάλες.
Όποιος τ’ ακούει σώζεται κι όποιος το λέει αγιάζει
κι όποιος το καλοφουγκραστεί, παράδεισο θα λάβει,
παράδεισο και λίβανο από τον άγιο Τάφο».
Ηχογράφηση και καταγραφή: Ηλιόπουλος Αναστάσιος.