Στη μνήμη του θείου μου ΗΛΙΑ ΛΙΑΣΚΟΥ
ΝΕΚΡΟΓΡΑΜΜΑΤΑ
Σου ξαναγράφω μια φορά γιατί με πνίγει ο πόνος
δε βρίσκω λέξεις να σου πω αισθάνομαι πιο μόνος.
Παλεύει ο χρόνος μια χρονιά να κλείσει την πληγή μας
να σβήσει από τη μνήμη μας κάθε ανάμνησή μας.
Μα ειν’ τ’ αχνάρια σου βαθιά στη μνήμη χαραγμένα
που δεν τα σβήνει μια χρονιά ειν’ καρδιοφυτεμένα.
Έφυγες μια Παρασκευή τον περασμένο χρόνο
κ’ ήταν Ιούνης δεκαεπτά με δίσεκτο το χρόνο.
Πήρες μαζί σου τη χαρά το γέλιο την ελπίδα
τ’ αρρώστου την παρηγοριά και τ’ ορφανού τη μοίρα.
Ορφάνεψε ο τόπος μας και μείναμε μονάχοι
σε μέρες τόσο δύσκολες ανήμποροι για μάχη.
Βρεθήκαμε όλοι στο χωριό για να σε θυμηθούμε
να ενώσουμε τις προσευχές βουβά να δεηθούμε.
Ήτανε όλοι τους εκεί η Ελένη τα παιδιά σου
οι φίλοι σου τ’ αδέρφια σου και όλοι η γενιά σου.
Αποβραδίς στο σπίτι σου και γύρω στα κλαριά σου
τ’ αηδόνια μοιρολόγησαν τα χρονοκολυβά σου.
Αισθάνθηκα πως ήσουνα μέσα στην εκκλησία
μια πεταλούδα πέταγε σ’ όλη τη λειτουργία.
Ο τόπος που αγάπησες και μάτωσες μαζί του
φτώχυνε ακόμα πιο πολύ πουχασε ένα παιδί του.
Βρήκα τον τόπο έρημο και τα βουνά θλιμμένα
τις στράτες απερπάτητες τα σπίτια αμπαρωμένα.
Και το σοκάκι της αυλής που συχνοπερπατούσες
χορτάριασε και στοίχειωσε διαβάτη αναζητούσε.
Το περιβόλι της Βρανάς το ιδρωποτισμένο
το νοικοκύρη καρτερεί το είχε αγαπημένο.
Στη συνοικία της σιωπής κοιμάται αντρειωμένος
σ’ αλαφροΐσκιωτη μεριά και πετροσκαλισμένος.
Ας ειν’ το χώμα του ελαφρύ κ’ αιώνια η μνήμη
Να φαροδείχνει πάντοτε σ’ όσους έχουν απομείνει.
O ανιψιός
Γιώργος Χ.Κ.