Η Μνήμη εκατοντάδων χιλιάδων Ελλήνων του Πόντου τιμάται σήμερα, 19 Μαΐου, Ημέρα Μνήμης για τη Γενοκτονία των Ελλήνων του Πόντου, που καθιερώθηκε το 1994 με απόφαση της Βουλής Ελλήνων και αναφέρεται σε σφαγές και εκτοπισμούς εναντίον Ελληνικών πληθυσμών στην περιοχή του Πόντου που πραγματοποιήθηκαν από το κίνημα των Νεότουρκων κατά την περίοδο 1914-1923. Εκτιμάται ότι στοίχισε τη ζωή περίπου 326.000-382.000 Ελλήνων. Οι επιζώντες κατέφυγαν στον Άνω Πόντο (στην ΕΣΣΔ) και μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή το 1922, στην Ελλάδα.
Τα γεγονότα αυτά αναγνωρίζονται επισήμως ως γενοκτονία από το ελληνικό κράτος, τη Γερμανία, την Κύπρο, την Αρμενία, την Σουηδία, ορισμένες ομοσπονδιακές δημοκρατίες της Ρωσίας, οκτώ πολιτείες των ΗΠΑ, την Αυστραλία, την Αυστρία, την Ολλανδία, αλλά και από διεθνείς οργανισμούς, όπως η Διεθνής Ένωση Μελετητών Γενοκτονιών.Οι μέθοδοι που χρησιμοποιήθηκαν ήταν η εκτόπιση, η εξάντληση στις κακουχίες, τα βασανιστήρια, η πείνα και η δίψα, και πορείες θανάτου στην έρημο.
Η διεθνής βιβλιογραφία και τα κρατικά αρχεία πολλών χωρών εμπεριέχουν πλήθος μαρτυριών για τη γενοκτονία που διαπράχθηκε κατά των Ποντίων κατοίκων της οθωμανικής αυτοκρατορίας. Η γενοκτονία πραγματοποιήθηκε παράλληλα με γενοκτονίες εις βάρος και άλλων πληθυσμών, δηλαδή των Αρμενίων και των Ασσυρίων, με αποτέλεσμα ορισμένοι ερευνητές να θεωρήσουν τις επιμέρους διώξεις ως τμήματα μιας ενιαίας γενοκτονικής πολιτικής.
Κατόπιν εισήγησης του τότε Πρωθυπουργού Ανδρέα Παπανδρέου, η Βουλή των Ελλήνων αναγνώρισε τη γενοκτονία το 1994, και ψήφισε την ανακήρυξη της 19ης Μαϊου ως «Ημέρα Μνήμης για τη Γενοκτονία των Ελλήνων στο Μικρασιατικό Πόντο». Το 1998 η Βουλή ψήφισε ομόφωνα την ανακήρυξη της 14ης Σεπτεμβρίου ως «ημέρα εθνικής μνήμης της Γενοκτονίας των Ελλήνων της Μικράς Ασίας από το Τουρκικό Κράτος.
Οι τρεις φάσεις
Η διαδικασία εξόντωσης των ελληνικών πληθυσμών του Πόντου διακρίνεται ιστορικά σε τρεις συνεχόμενες φάσεις: από την έναρξη του Α' Παγκοσμίου Πολέμου ως την κατάληψη της Τραπεζούντας από τον ρωσικό στρατό (1914-1916), η δεύτερη τελειώνει με το τέλος του Α' Παγκοσμίου Πολέμου (1916-1918) και η τελευταία ολοκληρώνεται με την εφαρμογή του Συμφώνου για την ανταλλαγή των πληθυσμών μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας (1918-1923).
Α' και Β' φάση
Το κύμα μαζικών διώξεων ξεκίνησε στον Πόντο με την μορφή εκτοπίσεων το 1915. Οι εκτοπίσεις συνεχίζονταν ακατάπαυστα και κατά την εποχή που τα ρωσικά στρατεύματα εισήλθαν στην Τραπεζούντα στις αρχές του 1916. Ιδιαίτερα με το πρόσχημα ότι οι Πόντιοι υποστήριζαν τις κινήσεις των Ρώσων μεγάλος αριθμός κατοίκων από τις περιοχές της Σινώπης και της Κερασούντας εκτοπίστηκαν στην ενδοχώρα της Μικράς Ασίας. Σημειώθηκαν επίσης και εξαναγκαστικοί εξισλαμισμοί γυναικείων πληθυσμών.
Σύμφωνα με εκτιμήσεις του επίσκοπου Τραπεζούντας, ο αριθμός των θυμάτων αυτών των πολιτικών ανήλθε, για εκείνο το διάστημα, σε 100.000 περίπου. Δεν έπαψαν και οι διαμαρτυρίες από Αυστριακούς και Αμερικανούς διπλωμάτες κατά της οθωμανικής κυβέρνησης.
Γ' φάση
Ύστερα από την συνθηκολόγηση της Ρωσίας και την απόσυρση του ρωσικού στρατού από την περιοχή, εντάθηκαν οι διώξεις στην περιοχή. Με την άφιξη του Κεμάλ Ατατούρκ, τον Μάιο του 1919, στην περιοχή και την έξαρση του κινήματός του εντάθηκε η δράση ατάκτων ομάδων (τσετών) κατά των χριστιανικών πληθυσμών.
Στις 29 Μαΐου ο Κεμάλ ανέθεσε στον τσέτη, Τοπάλ Οσμάν, την επιχείρηση για τη διενέργεια μαζικών επιχειρήσεων κατά του τοπικού πληθυσμού. Σε αυτό το πλαίσιο, πραγματοποιήθηκαν οι σφαγές και οι εκτοπίσεις των Ελλήνων στη Σαμψούντα και σε 394 χωριά της περιοχής, κατοικημένα από ελληνικούς πληθυσμούς. Σχετικές αναφορές έχουν καταγραφεί από το ελληνικό Υπουργείο Εξωτερικών, καθώς και από τον Αμερικανό πρέσβη Χένρυ Μοργκεντάου.
Μεταξύ Φεβρουαρίου και Αυγούστου 1920 πραγματοποιήθηκε η πυρπόληση της Μπάφρας και η μαζική εξόντωση των 6.000 Ελλήνων που είχαν σπεύσει να βρουν προστασία στις εκκλησίες της περιοχής. Συνολικά από τους 25.000 Έλληνες που ζούσαν στις περιοχές της Μπάφρας και του Ααζάμ, το 90% δολοφονήθηκε, ενώ από τους υπόλοιπους, οι περισσότεροι εκτοπίστηκαν στο εσωτερικό της Μικράς Ασίας.
Οι προύχοντες και οι προσωπικότητες του πνεύματος, συνελήφθησαν και καταδικάστηκαν σε θάνατο από τα αποκαλούμενα "Δικαστήρια της Ανεξαρτησίας" στην Αμάσεια, κατά τον Σεπτέμβριο του 1921. Παράλληλα, σημειώνονταν και εξαναγκαστικές αποσπάσεις νεαρών κοριτσιών και αγοριών από τις οικογένειές του, τα οποία δίνονταν για τα χαρέμια των εύπορων Τούρκων.
Θύματα στη Μικρά Ασία και τη Θράκη
Για τον ελληνικό πληθυσμό της οθωμανικής αυτοκρατορίας στη Μικρά Ασία και την Ανατολική Θράκη από την Άνοιξη του 1914 μέχρι το 1923, ο Αριστοκλής Ι. Αιγίδης στο βιβλίο του «Η Ελλάς χωρίς τους πρόσφυγας» (Αθήνα 1934) τονίζει ότι «1.200.000 ψυχές αποτελούν τον τραγικόν εις ανθρώπινας απώλειας απολογισμόν του αγώνος». Ο Θεοφάνης Μαλκίδης, διδάκτωρ Κοινωνικών Επιστημών και διδάσκει στο Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης, τονίζει ότι «μιλάμε για πάνω από 800.000 Έλληνες». Στις 20 Μαρτίου 1922, ο Άγγλος διπλωμάτης Ρέντελ συνέταξε ένα μνημόνιο για τις τουρκικές ωμότητες σε βάρος των χριστιανών από το 1919 και έπειτα. Στο προοίμιο αυτού του μνημονίου αναφέρει:
Η επίτευξη της ανακωχής με την Τουρκία, στις 30 Οκτωβρίου 1918, φάνηκε να επέφερε μια προσωρινή παύση των διωγμών των μειονοτήτων εκ μέρους των Τούρκων, που διαπράχθηκαν καθ’ όλη τη διάρκεια του πολέμου. Στην επιδίωξη αυτών των διωγμών, είναι γενικώς αποδεκτό ... ότι πάνω από 500.000 ‘Έλληνες εξορίστηκαν, εκ των οποίων συγκριτικώς ελάχιστοι επέζησαν...».
Διεθνής αναγνώριση
Στις 24 Φεβρουαρίου 1994 η Βουλή των Ελλήνων ψήφισε ομόφωνα την ανακήρυξη της 19ης Μαΐου ως «Ημέρα Μνήμης για τη Γενοκτονία των Ελλήνων στο Μικρασιατικό Πόντο», ημέρα που ο Μουσταφά Κεμάλ αποβιβάστηκε στη Σαμψούντα. Επίσης, στο 1998 η Βουλή ψήφισε ομόφωνα την ανακήρυξη «της 14ης Σεπτεμβρίου ως ημέρας εθνικής μνήμης της γενοκτονίας των Ελλήνων της Μικράς Ασίας από το Τουρκικό Κράτος».
Τον Δεκέμβριο 2007 η Διεθνής Ένωση Μελετητών Γενοκτονιών (International Association of Genocide Scholars ή IAGS) αναγνώρισε επίσημα τη γενοκτονία των Ελλήνων, μαζί με την γενοκτονία των Ασσυρίων, και εξέδωσε το εξής ψήφισμα:
«ΕΚΤΙΜΩΝΤΑΣ ότι η άρνηση μιας γενοκτονίας αναγνωρίζεται παγκοίνως ως το έσχατο στάδιο γενοκτονίας, που εξασφαλίζει την ατιμωρησία για τους δράστες της γενοκτονίας, και ευαπόδεικτα προετοιμάζει το έδαφος για τις μελλοντικές γενοκτονίες,
ΕΚΤΙΜΩΝΤΑΣ ότι η Οθωμανική γενοκτονία εναντίον των μειονοτικών πληθυσμών κατά τη διάρκεια και μετά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, παρουσιάζεται συνήθως ως γενοκτονία εναντίον μόνο των Αρμενίων, με λίγη αναγνώριση των ποιοτικά παρόμοιων γενοκτονιών, εναντίον άλλων χριστιανικών μειονοτήτων της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας,
ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΤΑΙ ότι είναι πεποίθηση της Διεθνούς Ένωσης των Μελετητών Γενοκτονιών, ότι η Οθωμανική εκστρατεία εναντίον των χριστιανικών μειονοτήτων της αυτοκρατορίας, μεταξύ των έτων 1914 και 1923, συνιστούν γενοκτονία εναντίον των Αρμενίων, Ασσυρίων, Ποντίων και των Έλλήνων της Ανατολίας.
ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΤΑΙ η Ένωση να ζητήσει από την κυβέρνηση της Τουρκίας να αναγνωρίσει τις γενοκτονίες εναντίον αυτών των πληθυσμών, να ζητήσει επίσημα συγγνώμη, και να λάβει τα κατάλληλα και σημαντικά μέτρα προς την αποκατάσταση (μη επανάληψη).»
Η γενοκτονία των Ποντίων είναι αναγνωρισμένη ως τέτοια επισήμως από τέσσερα κράτη, την Ελλάδα με νόμο του 1994 (N. 2193/1994), τη Σουηδία με υπερψήφιση στο Σουηδικό κοινοβούλιο στις 11 Μαρτίου 2010, την Αρμενία τον Μάρτιο του 2015, μαζί με τη γενοκτονία των Ασσυρίων και την Ολλανδία, μαζί με τη γενοκτονία των Αρμενίων και Ασσυρίων, στις 9 Απριλίου 2015.
Η Τουρκία δεν αναγνωρίζει ότι υπήρξε γενοκτονία και αποδίδει τους θανάτους σε απώλειες πολέμου, σε λοιμό και σε ασθένειες και δεν παραδέχεται ότι υπήρξε γενοκτονία. Ωστόσο. Τούρκοι επιστήμονες έχουν δημοσίως χαρακτηρίσει τα γεγονότα ως γενοκτονία.
Μία συγκλονιστική ιστορία
Η Παναΐλα (Παναγιώτα) Παπαδοπούλου, ήταν στους επιζήσαντες του μεγάλου ποντιακού ξεριζωμού. Εγκαταστάθηκε στο χωριό Μονολίθι του νομού Κιλκίς το 1922, με συγχωριανούς από την Πάφρα και κοντοχωριανούς από το Αλατσάμ. Ανήκε στους λεγόμενους «τουρκόφωνους» Ποντίους του δυτικού Πόντου – ανθρώπους που η βία των ντερεμπέηδων και των αγάδων οδήγησε στην απώλεια της ελληνικής λαλιάς, μα όχι και της ρωμέικης συνείδησης. Στην βία αυτή, ο δυτικός ο Πόντος είχε αντιδράσει με αντάρτικο, δεκαετίες πριν τον ξεριζωμό. Από πατέρα σε γιο πέρναγε το μήνυμα:
Προς το τέλος της ζωής της, τη δεκαετία του ’80, η Παναγιώτα διαμαρτυρόταν για συχνούς πονοκεφάλους. Τα ενοχλήματα επιδεινώνονταν σε ένταση και συχνότητα. Ο ακτινολογικός έλεγχος εντόπισε ένα σκιερό μόρφωμα κάτω απ’ το ινιακό οστούν. Θα μπορούσε να είναι και σφαίρα από πυροβόλο. Ο οικογενειακός γιατρός, επισκέφθηκε την Παναγιώτα με την ακτινογραφία ανά χείρας. Στην ερώτηση πώς εξηγείται το εύρημα της ακτινολογικής εξέτασης, η Παναγιώτα πήρε στα χέρια με συγκίνηση την Αγία Γραφή του ιερέα παππού της – βιβλίο γραμμένο στην τουρκική γλώσσα, αλλά με ελληνικούς τους χαρακτήρες – και ανέσυρε με ευλάβεια τις μνήμες των παιδικών της χρόνων.
«Η μάνα μου η Σαββατού, είχε μείνει με τις τέσσερις θυγατέρες της – την Κυριακή, την Ευλαμπία, την Ευανθία και μένα. Γνώριζα για τους Τσέτες, τους ληστοσυμμορίτες. Μιλούσαν οι μεγαλύτεροι κι εγώ κρυφάκουγα. Άκουσα τη μάνα να παρακαλεί μια γειτόνισσα Τουρκάλα φίλη να με προστατέψει για λίγες μέρες εωσότου απομακρυνθεί ο κίνδυνος. Το ίδιο είχαν κάνει κι άλλοι Τούρκοι γείτονες για τα παιδιά. Της είπε πως ήμουνα μικρή και αδύνατη και πως δεν θ’ άντεχα τις κακουχίες. Οι υπόλοιποι θα παίρναν τα βουνά με τους χωριανούς. Ήδη είχαν προετοιμαστεί με ό,τι μπορούσε και είχε τη δυνατότητα να κουβαλήσει ο καθένας. Εγώ κρύφτηκα στον αχυρώνα της Τουρκάλας γειτόνισσας. Αντιλήφθηκα ότι με έψαχνε. Ήταν σούρουπο, να νυχτώσει, όταν έξω από το χωριό Γκιόλμπελεν της περιοχής Γεραλντί στην Πάφρα, ακούστηκαν πυροβολισμοί. Αντάρτες του χωριού ακροβολισμένοι, έριχναν βολές για να καθυστερήσουν τους Τσέτες. Σε απόσταση τεσσάρων χιλιομέτρων περίπου, ξεκίναγαν οι πρόποδες των βουνών. Άδειασε το χωριό κι οι αντάρτες ακολούθησαν. Οι Τσέτες βρίσκονταν παντού. Τα ελληνικά σπίτια γίνονταν φύλλο και φτερό. Τα σπίτια των μουσουλμάνων μέναν άθικτα – το ίδιο κι ο αχυρώνας. Εκείνος με προστάτεψε. Έτρεμα από το φόβο και το κρύο.
Όταν δεν ακουγόταν πια, ούτε ο ήχος του αγέρα, πήρα τη μεγάλη απόφαση να ενωθώ με τους δικούς μας. Τα μονοπάτια γνώριμα – μαζεύαμε φουντούκια στα μέρη εκείνα. Ξεγλιστρώντας μέσα στο σκοτάδι, έτρεχα. Κροκάλες και βατόμουρα γεμάτος ο τόπος. Το πρόσωπο, τα πόδια, τα χέρια, μέσα στα αίματα. Τους πρόλαβα ανηφορίζοντας τους πρόποδες του βουνού.
Οι Τσέτες δεν ήταν ευχαριστημένοι από τη λεία τους μετά απ’ την άλωση των σπιτιών μας. Θέλαν χρυσάφι, αίμα για να χορτάσουν την ακόρεστη λύσσα τους. Ήθελαν σάρκες νεαρών κοριτσιών. Νέοι πυροβολισμοί και συγχρόνως η προσταγή από τους συνοδούς αντάρτες: «Γρήγορα στο βουνό!». Είχαν το λημέρι τους προστατευμένο. Η Κυριακή κι η Ευλαμπία 4–5 βήματα μπροστά, εμείς πιο πίσω, στη μέση εγώ, η Ευανθία δεξιά μου και η μάνα Σαββατού αριστερά κρατώντας το χέρι μου.
Αισθάνθηκα ένα χτύπημα στο πίσω μέρος του κεφαλιού μου και μούδιασμα στο βραχίονα του αριστερού χεριού απ’ όπου άρχισαν να τρέχουν αίματα. Η μάνα έβγαλε τη μαντήλα της και περιτύλιξε πιεστικά το σημείο του τραύματος στο χέρι. Για το χτύπημα στο κεφάλι ούτε λόγος. «Βιάσου! Βιάσου!». Δεν έπεσα, δεν ζαλίστηκα. Φοβόμουν. Οι Τσέτες, αυτές οι ύαινες θα μας πιάσουν, θα μας βιάσουν και θα μας κόψουν τα κεφάλια! Ο φόβος αυτός είχε αντικαταστήσει οποιονδήποτε πόνο. Πλησιάζοντας το λημέρι, πυροβολισμοί των ανταρτών κράτησαν σε απόσταση τους Τσέτες και αναχαίτισαν το μακάβριο κυνηγητό τους.
Σ’ ένα μικρό ξέφωτο του δάσους ξαποστάσαμε, κουλουριασμένες στην αγκαλιά της μάνας Σαββατούς. Πιότερος πόνος στο κεφάλι τώρα. Έβαλα τα δάχτυλά μου και ήταν λουσμένα στο πηχτό αίμα».
Πλοσια, καστανόξανθα μαλλιά, άπλυτα, αχτένιστα, ρίχνονταν στη μέση. Ανήσυχη η μάνα διαχώρισε την πυκνότητα των μαλλιών και αντίκρισε το σημείο του τραύματος. Πλύσιμο με νερό απ’ την κοντινή πηγή, λίγα μασημένα φυλλαράκια της γύρω χλόης και λίγο ταμπάκο (καπνός ξερός ψιλοκομμένος), λειτούργησαν ως αιμοστατικός και πιεστικός μηχανισμός στα δύο τραύματα. Γύρω απ’ το τραύμα, αναπτύχθηκε ουλώδης ιστός. Δεν τρώθηκε ζωτικό όργανο του εγκεφάλου. Τυχερή η Παναγιώτα και στο τραύμα του χεριού. Υποδερμικό και διαμπερές, χωρίς ν’ αγγίξει οστό, αρτηρία, φλέβα ή νεύρο.
«Μέρες και νύχτες στο χιόνι και το κρύο, πεινασμένοι, κυνηγημένοι, ίδια αγρίμια με προστάτες τους αντάρτες μας. Δύο χρόνια περίπου. Επιτέλους καταγραφήκαμε ως ανταλλάξιμοι στους καταλόγους. Παραδώσαμε τα όπλα, αλλά οι συμφωνίες με τις τουρκικές αρχές δεν τηρούνταν...».
Το χωριό προχωρούσε σαν καραβάνι προς δυσμάς ώστε να φτάσει στα παράλια, συνοδευόμενο απ’ τους Τσέτες που τώρα είχαν αναλάβει καθήκοντα χωροφυλάκων.
«Πνιγμένοι στη σκόνη, στεγνά τα χείλη. Η Ευλαμπία ξαφνικά απομακρύνθηκε, ακούστηκε η προσταγή «τουρ–τουρ! Σταμάτα!». Τρομαγμένη έτρεξε να προφυλαχτεί πίσω από μία συστάδα θάμνων. Την πρόλαβαν δυο Τσέτες. Από τους υποκόπανους των όπλων τους βρέθηκε στο χώμα λιπόθυμη. Τη βίασαν. Ακούστηκαν δύο πυροβολισμοί. Τη δολοφόνησαν εν ψυχρώ. Ακίνητο το καραβάνι. Οι άλλοι ληστές είχαν παρατεταμένα τα όπλα. Έτσι τηρούσαν τις συμφωνίες οι Τσέτες. Είπαν πως ήταν για παραδειγματισμό. Συγκεντρώθηκε μπαχτσίσι από τους συγχωριανούς για να δοθεί άδεια για την ταφή της Ευλαμπίας στο σημείο της δολοφονίας. Ήταν 13 ετών...
Επιτέλους φτάσαμε στις ακτές της Μ. Ασίας. Δεν είχαμε κάρο. Με χίλιες δυσκολίες βρέθηκε μεταγωγικό μικρό βαπόρι για να περάσουμε στις ακτές της Ανατολικής Θράκης. Είχαμε επιβιβαστεί στο μεταγωγικό. Για μια στιγμή η Κυριακή εξαφανίστηκε. Δεν τη βλέπαμε. Φωνάξαμε όλες μας δυνατά και πιο δυνατά το όνομά της. Το μεταγωγικό είχε ήδη αναχωρήσει. Είχαμε την ελπίδα ότι θα συναντηθούμε στις ακτές της Θράκης. Οι ελπίδες μας διαψεύσθηκαν. Έτσι χάσαμε την Κυριακή Παπαδοπούλου, τη μεγαλύτερη αδερφή μας. Ήτανε 15 ετών».
Αυτή ήταν η διήγηση της Παναγιώτας Παπαδοπούλου, όπως αναφέρει το Αθηναϊκό Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων. Για την εύρεση της αδελφής της, Κυριακής, επιχειρήθηκαν αναζητήσεις μέσω του Ερυθρού Σταυρού, απ’ το ’50 ως το ’80, αλλά δεν τελεσφόρησαν. Ο πατέρας τους, Σάββας Παπαδόπουλος, στάλθηκε στα τάγματα εργασίας (Αμελέ Ταμπουρού) στην περιοχή του Άκτσαλε και έκτοτε χάθηκαν τα ίχνη του. Ο παππούς της, ο ιερέας “παπασήν Σάββα”, όπως τον αποκαλούσαν στην περιοχή, απαγχονίστηκε από τους ληστές του Τοπάλ Οσμάν.
Η αναφορά στα τραγικά συμβάντα της ζωής των Ελλήνων του Πόντου και εν γένει της Μ. Ασίας της περιόδου 1900 – 1924, δεν πρέπει να γίνεται αντικείμενο εκμετάλλευσης από τους πάσης προέλευσης πατριδοκάπηλους εθνοσωτήρες. Ο Θεός στις εγκληματικές ενέργειες των δημιουργημάτων του, απανταχού της γης, δε συμμετέχει. Υπάρχουν όμως λέξεις για να αποδώσουν γεγονότα σαν αυτά;
Ο υπογράφων είναι εγγονός της Παναγιώτας και του Ανέστη Αλεξανδρίδη. Η ζωή τα έφερε να είναι και ο θεράπων ιατρός της. Η μητέρα του η Ευλαμπία, φέρει το όνομα της δολοφονημένης θείας της. Η Αγία Γραφή του προπάππου “παπασήν Σάββα” κοσμεί τη βιβλιοθήκη της οικογένειάς του, με διαφυλαγμένη αναλλοίωτη την ιστορική μνήμη και την ελληνική συνείδηση.