Εκτύπωση αυτής της σελίδας

Αισθήματα για ένα πουρνάρι..

12 Μαρ. 2017 / 12:35

Γράφει η Χαρά -Χαρίκλεια Βλαχάκη

Μερικές φορές δενόμαστε με άψυχα πράγματα, τα αγαπάμε και τα αντιμετωπίζουμε σαν έμψυχα...μπορεί να μην είναι και τόσο λογικό, ίσως να ακουμπάει λίγο την τρέλα...ή η ευαισθησία μας να μας εγκλωβίζει σε περίεργες καταστάσεις.Όλες οι τοποθεσίες του χωριού μου όπως και σε κάθε χωριό φαντάζομαι είχαν και ένα όνομα. Άλλες το πήραν από την περιγραφή του τόπου και άλλες από κάποιο γεγονός που συνέβη στο παρελθόν.

Βγαίνοντας από τον κάτω Τριπόταμο και πηγαίνοντας προς τον λόγγο φτάναμε στο Πετρητό...δεξιά και αριστερά του δρόμου ήταν γεμάτο μεγάλες πέτρες που τις χρησιμοποιούσαν και για αλαταριές όπως τις έλεγαν, δηλαδή την εποχή που ήταν να ζευγαρώσουν τα ζώα τους έβαζαν αλάτι με πίτουρα να ανεβάσουν τον οίστρο τους.Αφού περνούσαμε το Πετρητό πηγαίναμε προς το Βαθύ το ρέμα.Ενδιάμεσα της διαδρομής δεν υπήρχε όνομα της τοποθεσίας.... από την αριστερή πλευρά υπήρχε μια πλαγιά που έφτανε ψηλά ως την τοποθεσία Κούπες.Ήταν γεμάτη με θάμνους που δεν ξεπερνούσαν τα σαράντα με πενήντα εκατοστά. Οι θάμνοι ήταν Σουρούπες για προσάναμμα της φωτιάς και Αρπάκια για το ψήσιμο ψωμιού και πίτας...ήταν όλα λες και τα είχαν κουρέψει στο ίδιο ύψος!

Από την δεξιά πλευρά του δρόμου μετά από λίγα μέτρα άρχισε ο λόγγος με μικρά και μεγάλα δέντρα...Σε κάποιο σημείο, στην άκρη του δρόμου από την αριστερή μεριά ήταν ένα πουρναράκι περίπου στο ένα μέτρο και ξεχώριζε από μακριά... ήταν κάτι διαφορετικό ανάμεσα σε τόσους θάμνους και ακριβώς απέναντί του από την άλλη πλευρά του δρόμου ήταν μια Αριά, (δέντρο) λες και ήταν ζευγάρι!Χρόνο με τον χρόνο μεγάλωνε κι αυτό όπως κι εγώ... μπορούσες να καθίσεις το καλοκαίρι να πάρεις μια ανάσα...αυτή την τοποθεσία την βάπτισα εγώ στο Πουρναράκι και την Αριά.Στο σπίτι όταν θέλαμε να αναφερθούμε στην συγκεκριμένη περιοχή έτσι την αποκαλούσαμε.

Δεν ξέρω γιατί αλλά περνώντας από εκεί τα καλοκαίρια μου άρεσε να κάθομαι στον ίσκιο του, άλλωστε ήταν και το μοναδικό στην τοποθεσία και κοντά στο δρόμο...

Μια μέρα γυρίζοντας η μάνα μου από τις κατσίκες την ακούω να λέει:

-Από σήμερα θα λέμε σκέτη Αριά το Πουρναράκι πάει, το έκοψε ο τάδε και είπε το όνομα ενός χωριανού....χάθηκε να πάει παρακάτω να κόψει...

Μόλις το άκουσα ένιωσα τόσο θυμό για τον συχωριανό μου και τόση λύπη για το Πουρναράκι που δεν λέγεται....τι να πω και ποιος να με καταλάβει.....δεν ήταν πολύ μακριά από το χωριό, περίπου κανένα μισάωρο και σιγά που δεν μπορούσα να ξεφύγω από το σπίτι ...ήθελα να πάω να το δω.

Έφτασα ...είχε μείνει μόνο λίγος κορμός...ένιωσα τόσο άσχημα...το ακούμπησα λίγο με το χέρι μου σαν να ήθελα να το παρηγορήσω...το κοίταζα για κάμποση ώρα..αναρωτιόμουν αν πονούσε και αν θα ξαναέβγαζε πάλι κλαδιά, (τελικά δεν πρέπει να μην ήμουν και πολύ στα καλά μου από μικρή.... ) ένιωσα ένα κόμπο στο λαιμό......ήθελα να κλάψω αλλά η λογική μου έλεγε πως ήταν μόνο ένα δεντράκι...ήθελα να πετύχω στον δρόμο τον μπαρπαΜήτρο και να τον πλακώσω με τις πέτρες να ξεθυμάνω....Εγώ πάντα νομίζω πως ήμουν πολύ κοντά στην τρέλα...είχα έναν περίεργο τρόπο να βλέπω, να αισθάνομαι και να εκτιμώ τα πράγματα και αν έκανα πως θα πω την σκέψη μου και τι ένιωθα θα γελούσαν όπως συνήθως. 

Για μένα δεν ήταν ένα δέντρο όπως τόσα άλλα, ήταν κάτι διαφορετικό...ήταν το φιλαράκι μου που περνώντας καθόμουν στον ίσκιο του, ήταν το βαφτιστήρι μου, ήταν κάτι ζωντανό και όχι ένα απλό Πουρνάρι...

 

Σχετικά Άρθρα